Ο λόγος που δεν γράφω για αυτόν είναι γιατί είμαι βασικά εγωιστής, παρτάκιας και 'μονοφάης'. Γιατί θέλω να τον κρατήσω, αυτόν και τις ομορφιές του, μυστικό. Όσο 'μυστική' γίνεται να είναι μια περιοχή, η ιστορία της οποίας ξεκινά ήδη από το 1104 π.χ., κορυφώνεται με την περιβόητη ναυμαχία-ορόσημο για την Ευρώπη του 1571 (επειδή αναχαίτισε την τουρκική ναυτική δύναμη) και -κατά κάποιους- μπαίνει σε άλλη φάση μετά την κατασκευή της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου που έκανε την πρόσβαση ακόμη ευκολότερη και γρηγορότερη. Το γεγονός όμως ότι ότι αυτή την Καθαρά Δευτέρα δεν θα καταφέρω να κατέβω, με έκανε 'μεγαλόψυχο'. Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή.
Υπάρχουν δυο δρόμοι για να φτάσεις στην Ναύπακτο. Από την Εθνική Οδό Αθήνας-Πατρών σε κάτι παραπάνω από ένα δίωρο και με μπόνους ότι περνάς πάνω από την γέφυρα-αριστούργημα (αν και υπάρχει ακόμη και η πιο οικονομική λύση του φερι μποτ).
Και ο πάνω δρόμος, αυτός που κατεβαίνει από Αράχοβα, με πιο πολλές στροφές και που σου παίρνει περισσότερη ώρα (βλέπε τρίωρο και κάτι), αλλά ο οποίος σου επιτρέπει να κάνεις στάση για φαγητό στο Γαλαξίδι ή σε κάποιο από τα άλλα γραφικά χωριά που βρίσκονται ενδιάμεσα σε αυτό και την Ναύπακτο (όπως π.χ. το Μοναστηράκι και τον Μαραθιά).
Με το που φτάσετε για πρώτη φορά στην πόλη, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ενετικό λιμάνι. Εκεί που θα νιώσετε σαν να έχετε τηλε-μεταφερθεί πίσω στο Μεσαίωνα. Αν και, στον Μεσαίωνα, φαντάζομαι ότι δεν υπήρχαν γύρω γύρω cafe bars που σου επέτρεπαν να αράξεις και να 'ρεμβάσεις' με την ησυχία σου. Εγώ προτιμώ να κάθομαι στην δεξιά πλευρά, που μου κάνει ελαφρώς λιγότερο πολυσύχναστη, αλλά αυτό είναι καθαρά θέμα 'χωροταξικό'.
Εξίσου 'καρτποσταλικά' (και, επιπλέον, πανοραμικά) είναι τα πράγματα και πάνω στο καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό κάστρο, ένα περίπου χιλιόμετρο μακρύα, στο οποίο φτάνετε (με το αυτοκίνητο) από ένα στριφογυριστό δρομάκι μέσα στον καταπράσινο λόφο. Αν πάρετε το δρομάκι ως το τέρμα, φτάνετε ως την πύλη του κάστρου. Ιδανικό location για να βγείτε φωτογραφίες ανάμεσα στους προμαχώνες με φόντο το λιμάνι.
Αν και οι περισσότεροι σταματούν κάπου στη μέση, εκεί όπου υπάρχει από μια καφετέρια σε κάθε πλευρά του δρόμου (πιο εντυπωσιακή η αριστερή, ένεκα της πολύ πέτρας). Εδώ που μπορείτε να φάτε άφοβα ένα γλυκό ή να πάρετε την πρώτη -από τις πολλές που θα ακολουθήσουν- ποικιλίες με ούζο.
Και, κάπου εδώ, τελειώνει η Ναύπακτος του 'ρούκι' τουρίστα. Μαζί φυσικά με την απογευματινο-βραδινή βόλτα στο πλακόστρωτο καλντερίμι που ξεκινά αριστερά από το λιμάνι (στενοπάζαρο) και πάνω στο οποίο έχει 2-3 bar, μερικά μαγαζιά με τουριστικά είδη και ένα καλό μεζεδοπωλείο με λίγο πιο 'ψαγμένους' μεζέδες (Εύ-οίνος). Καθώς επίσης και την βραδινή μπαρότσαρκα στο αριστερό μέρος του λιμανιού (και στο ακριβώς από πίσω στενάκι).
Για μένα, πάντως, μετά από τόσα χρόνια πηγαινε-έλα, άλλη είναι η Ναύπακτος που προτιμώ. Αυτή που ζει και σουλατσάρει κάθε απόγευμα στο Γρίμποβο και την Ψανή, τις δυο τεράστιες -και γεμάτες ζωή- παραλίες της πόλης, η καθεμιά από τις οποίες βρίσκεται σε διαφορετική πλευρά του λιμανιού.
Η καθεμιά από τις οποίες διαθέτει τεράστια αιωνόβια πλατάνια που φθάνουν δίπλα στο κύμα. Αλήθεια, που αλλού το έχετε δει αυτό;
Η καθεμία από τις οποίες έχει φόντο την (φωτισμένη κάποια βράδια) γέφυρα του Ρίο-Αντίριo την οποία ειλικρινά μπορείς να κάθεσαι και να βλέπεις με τις ώρες.
H Ψανή είναι η πρώτη που συναντάς καθώς έρχεσαι από Αθήνα και εκείνη που έχει τα περισσότερα ξενοδοχεία (σ.σ. προσωπικά προτιμώ, για να 'παρκάρω' τη μάνα μου όταν έρχεται, τον Φλοίσβο, που είναι το πρώτο που συναντάς). Πάνω της θα βρείτε δυο καλά ιταλικά και αρκετές ταβέρνες από την οποία έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στην Αύρα.
Αν και η αγαπημένη μου ταβέρνα στην πόλη, εκείνη στην οποία γιορτάζω ανελλιπώς κάθε Δεκαπενταύγουστο την γιορτή μου, βρίσκεται στην άλλη παραλία, το Γρίμποβο, εκεί που τα πλατάνια μου φαίνονται μεγαλύτερα και οι ντόπιοι περισσότεροι. Πρόκειται για το Ανέμελα με το λιτό πλην τίμιο μενού (και ντεκόρ), εξίσου 'προικισμένο' όσον αφορά τα κρεατικά και τα ψαρικά.
Πάντως, ειδικά για τα κρεατικά, θα ήταν μεγάλη παράλειψή μου να μην σας πάρω από το χεράκι για να σας πάω λίγο πιο έξω από την πόλη, στον Λυγιά. Κάτι σαν τα 'Βλάχικα της Ναυπάκτου' με μεγάλο όνομα -και δικαίως- τον Θωμόπουλο, ένα ιστορικό μαγαζί και το μοναδικό το κοκορέτσι του οποίου τρώω με χαρά. Αν και, όλα και όλα, αυτό που φτιάχνει ο Ναυπάκτιος μπατζανάκης μου και ο αδελφός του είναι καλύτερο. Δυστυχώς όμως prive.
Κατά τα άλλα μην φύγετε από την πόλη αν δεν δοκιμάσετε τα φημισμένα κοκάκια του Νικολάου (σ.σ. η κόρη μου φτάνει Οκτώβριο πριν σταματήσει να τα αναπολεί από τον Αύγουστο που τα έφαγε τελευταία φορά) ή αν δεν κάνετε ένα πέρασμα από το πρατήριο του τυροκομείου Γρατσάνη, στα προϊόντα του οποίου (τυρί και παραδοσιακά ζυμαρικά) η ταλαντούχα μαγείρισσα πεθερά μου ορκίζεται.
Η αλήθεια είναι ότι δεν σας είπα παρά τα μισά από τα μυστικά της πόλης. Και αυτό γιατί είναι πάντα προτιμότερο να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
*Ευχαριστούμε για το φωτογραφικό υλικό τον Γιώργο Ασημακόπουλο. Δείτε παραπάνω φωτογραφίες της πόλης στο http://www.flickr.com/photos/gasimakop/