Ενός κειμένου περί σχέσεων και άλλων ερωτικών δαιμονίων –σχεδόν πάντα- προηγείται μία συζήτηση. Ένα περιστατικό. Ή τέλος πάντων κάτι, το οποίο σε βάζει σε εκείνη τη διαδικασία του σκέφτομαι -και γράφω- πράγματα τα οποία θέλω να μοιραστώ. Σε εμένα, το εν λόγω «κάτι» ήταν περιστατικό. Περιστατικά για την ακρίβεια. Ωστόσο μιας και η πρώτη φορά είναι σχεδόν πάντα, η πιο κομβική σε τέτοιες περιπτώσεις, λέω να ξεκινήσω με αυτήν.
Πρώτο ραντεβού λοιπόν, και τα πράγματα εντάξει είναι κάπως μουδιασμένα. Για να σου δώσω μία πλήρη εικόνα, βρισκόμαστε αμφότεροι καρφωμένοι πάνω στην καρέκλα με τα χέρια σταυρωμένα και τις εσωτερικές σκέψεις να έχουν κάνει τόσα συννεφάκια πάνω από το κεφάλι μας, που δεν την γλιτώνουμε την καταιγίδα.
Όχι, Αντύπα, δεν σε φώναξα.
Ευτυχώς, μιλάμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια –καλό σημάδι. Περί ανέμων και υδάτων. Για τις σπουδές μου (ούσα φοιτήτρια εγώ), για τη δουλειά του, για τις καλοκαιρινές διακοπές. Γενικά, η θεματολογία μας θα μπορούσε άνετα να φτιάξει σκαλέτα εκπομπής της (τότε) ΝΕΤ. Κάπου προς το τέλος της συζήτησης, πριν «πέσουν» οι τίτλοι τέλους και δώσουμε το επόμενό μας ραντεβού (Σημαντική Σημείωση: Είχα περάσει πολύ ωραία) περνάει από μπροστά μας ένας τύπος που μοιάζει υπερβολικά, υπερβολικά όμως με τον Γιώργο Καραγκούνη. Φυσικά, το μοιράζομαι μαζί του.
Κλάσματα δευτερολέπτου αργότερα, συνειδητοποιώ ότι γελάω μόνη μου (πράγμα σύνηθες αλλά εν προκειμένω γιατί;). Με κοιτάει και με μία κάποια ντροπή, μου αποκαλύπτει ότι: «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός. Ξέρεις, δεν ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο».
Εντάξει, όσο αστείο και αν σου φαίνεται, «έμεινα». Και οι εσωτερικές μου σκέψεις άρχισαν το πάρτι. Γιατί αλήθεια, δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ.
Αστεία πράγματα να έχουμε να λέμε, ίσως μου πεις. Και θα συμφωνήσω. Όντως είναι αστεία. Απλώς, την μαύρη μου αλήθεια οφείλω να στην ομολογήσω: Ξενέρωσα κάπως. Εντάξει, δεν είπα και «Τιιιιι; Δεν ξέρεις τον Καραγκούνη, δεν ξαναβγαίνουμε».
Μα τον Καραγκούνη;
Απλώς το γεγονός, με ξένισε αρκετά. Και ξαναβγήκαμε. Και μια χαρά περάσαμε. Και μείναμε μαζί και ένα διάστημα. Και τέλος ιστορίας. Γενικά, κάτι με «έτρωγε» όσο καιρό βγαίναμε που δεν μου μίλαγε ΠΟΤΕ για οποιαδήποτε αθλητική διοργάνωση, ωστόσο μέχρι να συναντήσω τον επόμενο άνθρωπο που θα συμπεριφερθεί αντίστοιχα, πίστευα ότι είχα πετύχει την εξαίρεση. Και μου άρεσε κάπως αυτό.
Τη δεύτερη φορά που ένας άντρας που είπε ότι δεν ασχολείται με τα αθλητικά, έχοντας περάσει την πρώτη κρυάδα, αποφάσισα να το συζητήσω μαζί του. Να καταλάβω τι σκέφτεται ρε παιδί μου, «πώς τον βγήκε αυτό το κακό». Συγκεκριμένα, τον ρώτησα: «Ούτε παίζεις ούτε παρακολουθείς;». Η απάντηση «όχι σε όλα» με έκανε να θέλω ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες.
-Και με τους φίλους σου, τι κάνετε τον ελεύθερό σας χρόνο;
-Α, εκείνοι βλέπουν. Εγώ δεν μπορώ, βαριέμαι. Προτιμώ να βλέπω καμιά Formula.
«Καμιά Formula;» ΚΑΜΙΑ Formula. Σου ακούγεται-διαβάζεται και εσένα τόσο περίεργο ή εγώ το έχω το πρόβλημα;
Επειδή η απάντησή σου πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση, ας το κάνουμε ρητορικό το ερώτημα για να μην χαλάμε και τις καρδιές μας.
Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, και εκείνος ένα θέμα το έχει. Ωστόσο επειδή τα περιστατικά όσο μεγαλώνω, αυξάνονται μπορώ πλέον μετά βεβαιότητας να σου πω ότι το «πρόβλημά» μου με έναν άντρα που δεν ασχολείται με τα αθλητικά, δεν έχει να κάνει τόσο με την παρακολούθηση. Όσο με την ενασχόληση.
Δεν κάθεται με τις ώρες μπροστά από μία τηλεόραση και πίσω από μία πίτσα να βρίζει το διαιτητή. Θεμιτό. Αλλά πώς είναι δυνατόν να μην του αρέσει να παίζει κάτι; Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τέννις, βόλεϊ. Κάτι. Να περνάει χρόνο με τους φίλους του κάνοντας κάτι –εκτός από πίνοντας κάτι.
Στην παραπάνω απορία, ένας φίλος μου –κολλημένος με την μπάλα- υποστηρίζει ότι τα δύο παραπάνω είναι αλληλένδετα. Αν παίζεις, δεν μπορείς να μην παίζεις. Και τούμπαλιν.
(Και για να είμαι δίκαιη) Στην παραπάνω απορία μία φίλη μου –καμμένη από την μπάλα- υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να κάνω το σταυρό μου που βρήκα αυτό το «κελεπούρι» που δεν θα αρνηθεί να φύγουμε τριήμερο για να δει τον τελικό του Champions League (τυχαία η αναφορά -not).
Περιττό να αναφέρω ότι κάθε φορά, με ρουμπώνουν και οι δύο. Ο καθένας για το δικό του δίκιο. Όπως και να έχει, στο υποθετικό σύμπαν που η σχέση του με τα αθλητικά θα είχε βαρύνουσα σημασία για την ανάπτυξη της μεταξύ μας σχέσης (εντάξει, μην τρελαθούμε υπάρχουν πολύ σημαντικότερα να θέματα από το αν ξέρει ο άλλος τον Καραγκούνη) πρέπει να παραδεχτώ ότι ο χαρακτηρισμός «πολύ καλή» θα ήταν ο ιδανικός.
Αλλά, ιδανικοί άντρες (όπως και γυναίκες) δεν υπάρχουν ούτε στον κόσμο της Barbie. Μην μιλήσω για τον αντίστοιχο του Χριστόφορου (Παπακαλιάτη).