Θα το ομολογήσω, μπαίνοντας στην αίθουσα ήμουν τουλάχιστον επιφυλακτικός σε σχέση με το τι περίμενα να δω και προφανώς δεν ήμουν ο μόνος. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στο ελληνικό (ο θεός να το κάνει) σταρ σύστεμ. Εμπορικότατος τηλε-δημιουργός, έκανε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του το ‘Αν’ το 2012 κι απέδειξε αν μη τι άλλο ότι μπορεί να επεκτείνει το μαγικό εμπορικό του άγγιγμα πέραν των περιορισμένων ιντσών της τηλεοπτικής οθόνης. Εκείνο που δεν κατάφερε τότε, ήταν να κλείσει τα στόματα των ανέκαθεν -πολλών- επικριτών του όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διαχείριση της θεματολογίας του. Είχε κάνει μια εξαιρετικά φροντισμένη παραγωγή με υψηλού επιπέδου τεχνικές συνεισφορές: Υπέροχη φωτογραφία, καλή μουσική επένδυση κι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα έργο που φέρει τη «σφραγίδα» του. Ο Παπακαλιάτης είναι ένας νέος, μοντέρνος δημιουργός που τιμά τα λεφτά του εισιτηρίου που καλεί τον θεατή να πληρώσει, αλλά και τα χρήματα των παραγωγών που τον εμπιστεύονται. Επίσης δεν είναι μίζερος, πράγμα σπάνιο στη ελληνική κινηματογραφία και ανταμοίβεται γι’ αυτό με ψηλά νούμερα τηλεθέασης στην τηλεόραση και με πολλά εισιτήρια στον κινηματογράφο (500 και πλέον χιλιάδες έκοψε το ‘Αν’ την περίοδο των εορτών του 2012!). Είναι όμως και εμμονικός, αφού πάντα οι ιστορίες που τον ενέπνεαν κι ενδιαφερόταν να πει ήταν πάντα ερωτικές με μια γερή δόση μελοδράματος. Μέχρι τώρα.
Στη νέα του ταινία ο Χριστόφορος εκπλήσσει ευχάριστα και καταπλήσσει τις προσδοκίες ακόμα και του πλέον κακόπιστου και προκατειλημμένου κριτή του.
Αν και ο σεναριακός μοχλός είναι και πάλι ο έρωτας, εδώ ο σκηνοθέτης και συγγραφέας (και συμπρωταγωνιστής φυσικά) χρησιμοποιεί τον έρωτα καταλυτικά, ως την κινητήριο δύναμη της ιστορίας, αλλά η θεματική του περιπλέκεται, ξεφεύγει από τις ευκολίες που μια αρλεκιν ερωτική ιστορία έχει και μπαίνει σε βαθιά νερά. Βαθιά νερά στα οποία κολυμπαέι τίμια και κατά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας με επιτυχία. Είναι ευχάριστο και παρήγορο ένας νέος όσο και εδραιωμένος δημιουργός να κάνει την έκπληξη και να τολμά να βγει από τα ασφαλή στεγανά που πάντα του εξασφάλιζαν την επιτυχία.
Η ταινία αποτελείται από τρεις -φαινομενικά- ασύνδετες ιστορίες, οι οποίες νομοτελειακά θα συναντηθούν σε ένα εύρημα πολυχρησιμοποιημένο στον κινηματογράφο αλλά όχι πάντα επιτυχές. Ο Παπακαλιάτης δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας εδώ αλλά τόλμης, καθώς είναι ο πρώτος έλληνας κινηματογραφιστής που ασχολείται θεματικά με τον έρωτα στα χρόνια της ρατσιστικής "χολέρας" και του Οργουελικού εργασιακού περιβάλλοντος που ζούμε.
Η αφήγηση έχει 6 κεντρικά πρόσωπα: Ένας Σύριος πρόσφυγας ερωτεύεται μια νεαρή Ελληνίδα, κόρη φασίστα. Ένας Έλληνας, σύζυγος και πατέρας, ερωτεύεται μια Σουηδή που ήρθε να τον αξιολογήσει στην προς πώληση εταιρεία στην οποία εργάζεται. Ένας συνταξιούχος Γερμανός ερωτεύεται μια Ελληνίδα νοικοκυρά. Τους αξίζει αυτό που ζουν σε τούτη τη χώρα, εν έτει 2015; Και ποιοι θα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία; Ο ίδιος ο Παπακαλιάτης είναι ο πρωταγωνιστής της δεύτερης ιστορίας, πιο συγκρατημένος στον ελαφρώς ναρκισσευόμενο τρόπο που συνήθως παίζει κι έτσι αυτόματα πιο συμπαθής. Μπορείς να ταυτιστείς μαζί του και με όλες τις αποσκευές άγχους και αυτοκαταπίεσης που κουβαλάει ρε παιδί μου. Το νεαρό πρωταγωιστικό ζευγάρι είναι σαφώς πιο ταιριαστό καθώς ο Ταουφίκ Μπαρχόμ και η Νίκη Βακάλη, αναδύουν την αθωότητα και το αδιέξοδο πάθος που μοιράζονται με τέτοια φυσικότητα που αυτομάτως τους ‘τοποθετεί’ μίλια μακρυά από αντίστοιχους τηλεοπτικούς πιτσιρικάδες πρωταγωνιστές που εκφέρουν τα λόγια τους με το στόμφο ελλήνων τραγωδών. Το ίδιο καλός και ‘αποτελεσματικός’ είναι ο Μηνάς Χατζησάββας στο ρόλο του ρατσιστή πατέρα, που έμελλε να αποτελέσει και το κύκνειο άσμα του αγαπημένου ηθοποιού.
Αν και το πρώτο μισό της ταινίας αποτελεί μια αξιοπρεπή, επαγγελματικά κινηματογραφημένη ιστορία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν λίγο της λείπει πρωτοτυπία στην αφήγηση, η Μαρία Καβογιάννη είναι αυτή που άμα τη εμφανίσει της στο τρίτο μέρος, παίρνει όλη την ταινία πάνω της. Αυτή η τόσο τυποποιημένα χρησιμοποιημένη στην τηλεόραση ηθοποιός, καταφέρνει αυτό το 'μαγικό' που μόνο στον κινηματογράφο και μόνο από ηθοποιούς κλάσης γίνεται: Κάθε φορά που δεν είναι στην οθόνη σε κάνει να προσδοκάς και να αγωνιάς να την ξαναδείς γιατί είναι τόσο συγκινητικά αληθινή και ώριμη που απλά σε "νοιάζει". Και μάλιστα έχοντας απέναντι της έναν ‘βαρβάτο’ παρτενέρ, τον μόλις βραβευμένο με 'Όσκαρ J.K.Simmons. Ερμηνευτικό επίτευγμα της υπέροχης ηθοποιού, που αν η ταινία ήταν αγγλόφωνη θα διεκδικούσε άνετα μια θέση στην πεντάδα του β’ γυναικείου ρόλου. Ναι, αυτήν την ταινία αξίζει να τη δεις ακόμη και μόνο για την Μαρία Καβογιάννη, αλλά βγαίνοντας από τη αίθουσα θα χαρείς που κάποιος έκανε μια ταινία για εσένα κι όχι για την οικογένεια του και τους κολλητούς του, όπως συνηθίζουν οι αδικαιολογήτως επηρμένοι Έλληνες κινηματογραφιστές χρόνια τώρα.
Οσκαρικές βλέψεις: Χμμ.. ε μάλλον όχι. Δηλαδή ίσως και ναι, αν η ελληνική Ακαδημία την βραβεύσει την άνοιξη, χρίζοντας την έτσι αυτομάτως, ως την επίσημη υποβολή της Ελλάδας στα Οσκαρ του 2017!
{https://youtu.be/kkAm0qS29d4}