Life & Style

Η καρδιά της Αθήνας

Η καρδιά της Αθήνας

Οσο κι αν λένε πως η ζωή της πόλης ξεγλιστράει στα προάστια, το κέντρο είναι εδώ, ζωντανό, γεμάτο εκπλήξεις, ιστορία και χρώμα. Ναι, πέρασε και περνά τα πάνδεινα. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Εχει ακόμη τόσες ιστορίες να διηγηθεί.

Οι «Αέρηδες», όπως λέγεται το ρολόι του Ελληνα αστρονόμου Ανδρόνικου, βαμμένοι στα χρώματα της Δύσης
%IMAGEALT%

Οπου και να σταθείς το ακούς. Ερχεται από μακριά. Σαν σεισμικό κύμα. Τύμπανα είναι. Ακούγονται όμως σα δυνατός σφυγμός. Υπόκωφος. Φρενήρης. Ο σφυγμός της πόλης, σκέφτομαι, που ανεβάζει στροφές. Μια πόλη που μπήκε για πολλοστή φορά στην εντατική, μα φαίνεται πως θα ζήσει. Και τώρα το δέρμα της σαν να παίρνει ξανά χρώμα.

Μεσημεράκι Σαββάτου στον λόφο της Πνύκας. Μια από αυτές τις ηλιόλουστες μέρες της άνοιξης με το δωρικό αττικό φως να πέφτει άπλετο στο κέντρο. Από εδώ που κάποτε λατρεύονταν οι νύμφες κι αγόρευαν ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής κι ο Δημοσθένης, ξαναβλέπω το κέντρο της Αθήνας. Κι απ' ό,τι φαίνεται, όχι μόνο εγώ. Ακούγοντας ξεκάθαρα τους φρενιασμένους τυμπανιστές σκέφτομαι πως τον τελευταίο καιρό ένα καινούριο debate έχει ανοίξει για τον ομφαλό της πόλης που είχε πέσει σε ανυποληψία. Οι μεν κοιτούν την πλατεία Αγίας Ειρήνης, τα στενά του εμπορικού τριγώνου, το rethink Athens, τις παλαιότερες αναπλάσεις της Δ. Αρεοπαγίτου, της Αδριανού και μιλούν για αναγέννηση.

Ενα πολύχρωμο χαρμάνι ανθρώπων συναντιέται πρωί - βράδυ στην πλατεία Μοναστηρακίου
%IMAGEALT%

Οι δε είναι πιο επιφυλακτικοί. Επιμένουν πως τα μπαρ είναι μόδα αποδεδειγμένα παροδική, πως οι εμπορικές χρήσεις, τα σινεμά, εκλείπουν και πως η ζωή επιστρέφει στα προάστια. Οπως και να ‘χει, οι Αθηναίοι δείχνουν να αναπτύσσουν μιαν άλλη σχέση με τον δημόσιο χώρο τους. Αράζουν πιο συχνά σε πλατείες, τρώνε σε πεζούλια, ανοίγουν φίνα μαγαζιά, τριγυρίζουν με ποδήλατα.

Η κρίση πολλαπλασίασε τους αστέγους, τους επαίτες και μεγάλωσε τις ουρές στα συσσίτια, αλλά γέννησε και μια άλλη προσέγγιση της ζωής. Πιο γήινη. Στα σκοτεινά στενά, οι παράνομες ντιλιές κι οι ενέσεις συνεχίζονται. Οπως και το αλισβερίσι με τις πεταλούδες. Στο άλλο κέντρο όμως, βλέπεις όλο και πιο συχνά φάτσες ενδιαφέρουσες με βλέμματα γεμάτα περιέργεια.

Τα κρουστά σπάνε τις σκέψεις μου. Ούτως ή άλλως, από εδώ πάνω η Αθήνα είναι μαγική. Αυτή η απόκοσμη θέα της Ακρόπολης και η Αρχαία Αγορά, με τα πλατάνια, τις ελιές και τα μάρμαρα. Το ομορφότερο, ίσως, αρχαιολογικό πάρκο του κόσμου. Πέρσες, Ρωμαίοι, Ερουλοι και Σλάβοι την κατέστρεψαν και τη λεηλάτησαν από το 480 π.Χ. μέχρι το 580 μ.Χ. αλλά δεν κατάφεραν να τη σβήσουν.

Εδώ ήταν το κέντρο της δημόσιας ζωής των αρχαίων Αθηναίων. Στην αγορά ψώνιζαν, μάθαιναν τις ειδήσεις της ημέρας, συμποσιάζονταν, αποφάσιζαν για τις τύχες της πόλης. «Στην αρχαιότητα όσοι ιδιώτευαν, δηλαδή δε μετείχαν στα κοινά, ήταν ανίκανοι να γίνουν βουλευτές. Γι’ αυτό και στις λατινογενείς γλώσσες ο ανόητος λέγεται idiot, από το ιδιώτης», μας αποκαλύπτει η ξεναγός Αρτεμις Σκουμπουρδή, που γνωρίζει όσο λίγοι την Αθήνα...


Θησείο: Ο ομορφότερος πεζόδρομος της Ευρώπης
Ο ήχος από τα τύμπανα δυναμώνει και με ταξιδεύει αλλού. Τουρκοκρατία. Ο ναός του Ηφαίστου, ο καλύτερα διατηρημένος ναός της αρχαιότητας, έχει γίνει –φυσικά– εκκλησία. Ο Αγιος Γεώργιος ο Ακαμάτης γιορτάζει μετά το Πάσχα τα Ρουσάλια με ζουρνάδες και τύμπανα. Ελληνες και Τούρκοι ξεσαλώνουν στη χάρη του. Οταν καταλαγιάζουν τα πανηγύρια, γύρω από τις κολόνες ερωτοτροπούν οι νεαροί. Ολα αυτά μέχρι τη δοξολογία για την άφιξη του Οθωνα την 1η Δεκεμβρίου του 1834. Μετά έγινε μουσείο και σταδιακά πήρε ξανά την όψη της αρχαιότητας.

Φτάνει όμως με το παρελθόν. Το παρόν είναι εδώ και με διεκδικεί. Ακολουθώ τον ήχο των κρουστών. Από πού να έρχεται άραγε; Βαδίζοντας προς το Θησείο περνάω από το κουκλίστικο Αστεροσκοπείο, που κτίστηκε το 1842 σε σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν, αρχιτέκτονα της Ακαδημίας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αλλά δεν στέκομαι. Χάνομαι στη βουή της πολύφερνης Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Το Ηφαιστείο το είπανε Θησείο λόγω του γλυπτού διακόσμου στις μετόπες που αναπαριστά τους άθλους του Θησέα
%IMAGEALT%

Ο ειδυλλιακότερος πεζόδρομος της Ευρώπης μπαίνει με φόρα στη δεύτερη δεκαετία του. Μικροπωλητές, ζωγράφοι, μουσικοί, Τσιγγάνες με παιδικά μπαλόνια και μακριά τσιγάρα, ποδηλάτες και φραπεδόπληκτοι μπερδεύονται σε ένα εκρηκτικό χαρμάνι. Καινούργια μουσεία, καινούργια μαγαζιά, καινούργιες ιδέες. Πάνω στο πεζούλι ένα ζευγάρι φοιτητών φιλιέται με πάθος και στο «Σινέ Θησείον», τον ομορφότερο κινηματογράφο του κόσμου κατά το CNN, το γκισέ ανοίγει. Το Θησείο μπορεί να έχει λάθος όνομα (οι παραστάσεις στον ναό του Ηφαίστου από τους άθλους του Θησέα φταίνε), αλλά ποιος νοιάζεται;

Προσπερνώ την πολύβουη Ηρακλειδών με τα μπαρ, τους κράχτες και τα σημάδια από το παλιό τραμ και τρέχω προς την Αδριανού. Ζυγιάζω ξανά το αυτί μου, αλλά το πλήθος σκεπάζει τα πάντα. Δοκιμάζω προς το Γκάζι με επιφύλαξη. Εδώ όλα ξεκίνησαν όταν ο Δήμος Αθηναίων ανέλαβε να αποκαταστήσει το εργοστάσιο φωταερίου δημιουργώντας την Τεχνόπολη.

Δίπλα στα προσφυγικά χαμόσπιτα, η γκέι κοινότητα της Αθήνας είδε μια ευκαιρία να δημιουργήσει το δικό της «Σόχο». Το μετρό, όμως, ήρθε και τα φώτισε όλα με μια αφόρητη αισθητική. Ως γνωστόν το μαζικό είναι κι αναλώσιμο. «Δεν θα εγκαταλειφθεί», εκτιμούν τα λαγωνικά της πόλης. Ο μύθος του είναι ανθεκτικός.

Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού χτίστηκε γύρω στο 132 μ.Χ. και δεν περιλάμβανε μόνο βιβλία ιστορικά και φιλολογικά, αλλά και τα αρχεία της πόλης
%IMAGEALT%

Οι τυμπανιστές μου, όμως, δεν είναι εδώ. Ανηφορίζοντας ξανά την πεζοδρομημένη Αποστόλου Παύλου το βλέμμα πέφτει μοιραία στον Κεραμεικό. Μαθαίνω πως στην αρχαιότητα ήταν η γειτονιά των αγγειοπλαστών, όπου παράγονταν τα περίφημα αττικά αγγεία. Ετσι βγήκε και το όνομά του. Επειδή όμως ο Ηριδανός πλημμύριζε συχνά, έγινε τόπος ταφής και σταδιακά το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Στην αρχαϊκή εποχή οι πλούσιοι αριστοκράτες, έμποροι και βιοτέχνες παράγγελναν τους τάφους τους στους πιο καταξιωμένους καλλιτέχνες της πόλης. Ηταν τέτοια η εκζήτηση, που ο Κλεισθένης απαγόρευσε τα επιτύμβια μνημεία για να μην προκαλούν τους φτωχούς... Εδώ εκφώνησε ο Περικλής τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του, που μεταφέρει ο Θουκυδίδης. Κι εδώ αργότερα θάφτηκε με την Ασπασία.


Πλάκα: Η γειτονιά των ηρώων
Ακούγοντας τον Ηριδανό να κελαρύζει ακόμη, συνεχίζω γοργά προς του Ψυρρή. Η γειτονιά των ηρώων, που από μόδα έγινε πυροτέχνημα, σαν να περνά μια νιότη αλλιώτικη. «Σχεδιαστές ανοίγουν μικρά ατελιέ δίπλα σε εργαστήρια κοσμημάτων, εναλλακτικά κομμωτήρια, μοντέρνα παλαιοπωλεία. Η γειτονιά εναρμονίζεται με το βιοτεχνικό περιβάλλον και τον εμπορικό της χαρακτήρα», θα μας πει ο Τάσος Χαλκιόπουλος των atenistas.

Στην αρχαία γειτονιά του Κολυττού, στα χρόνια της αθηναϊκής ακμής συγχρωτίζονταν βιοτέχνες, σιδηρουργοί, βυρσοδέψες γύρω από τα σπίτια των εταίρων. Πολύ αργότερα θα γίνει η γειτονιά των ηρώων του 1821 κι ακόμη πιο μετά το στέκι των «περιθωριακών» που αναζητούσαν στους καφενέδες μεροκάματο και πουλούσαν προστασία.

Αρχικά πήραν το παρωνύμιό τους από τον νταή δεκανέα Δημήτρη Κουτσαβάκη. Στα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν έπεσε χολέρα, τους είπαν μόρτηδες από το mort (θάνατος) επειδή έκαναν τους νεκροθάφτες. Κι αργότερα, όταν οι κομματάρχες τούς κερνούσαν πούρα «trabucos» για να ξυλοφορτώνουν τους αντιπάλους, τους είπαν τραμπούκους.

Σήμερα επιζούν μόνο στις οπερέτες, αφού ο αστυνομικός διευθυντής Δημ. Μπαϊρακτάρης τούς εξολόθρευσε με την ευλογία του Χ. Τρικούπη. Τους ζωηρούς καφενέδες αντικατέστησαν βιοτεχνικές μονάδες με εργαζομένους που δεν έπαιρναν ανάσα, αφού «διά να ερωτήσης κανένα τίποτε, πρέπει να του πληρώσης τα χασομέρια του», όπως θα πει ο τότε γείτονάς τους Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης...

Ο Πύργος των Ανέμων χτίστηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας. Εξωτερικά υπήρχαν ηλιακά ρολόγια κι εσωτερικά λειτουργούσε υδραυλικό ρολόι
%IMAGEALT%

Μια μπουκιά στην Ερμού, στο ινδικό φαστ φουντ και βουτιά στην Ηφαίστου. Η μαρμίτα σιγοβράζει ακόμη με γνωστά συστατικά: κράχτες, παζάρια, χάντρες, υπαίθρια επιπλοπωλεία, δισκάδικα, ποδηλατάδικα. Ξανά τα τύμπανα. Τρυπώνω στην Αδριανού. Μα δεν υπάρχει πιο ωραία ανοιχτωσιά. Γι’ αυτό εδώ όλοι διαγκωνίζονται για λίγο ουρανό. Καταστηματάρχες και πελάτες. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους...

Ανάμεσα στα ουζάκια, τα μεζεδάκια, τους καφέδες και τους πλανόδιους ανακαλύπτεις την αναπάντεχη ιστορία της συνοικίας πριν από 100 και πλέον χρόνια. Λέγονταν «Βρυσάκι», με τις γειτονιές της «Βλασσαρούς» και των «Αγίων Αποστόλων», κι αναπτύχθηκε πάνω στα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς, για να κατεδαφιστεί ολοσχερώς –λέγεται πως 350 σπίτια έπεσαν– στον βωμό της ανασκαφής.

Στρίβοντας στη Βρυσακίου ο χώρος τέχνης «Βρυσάκι» πιάνει το νήμα από τον 19ο αιώνα. Τα πολύχρωμα graffiti στους τοίχους προϊδεάζουν για τις εκθέσεις και τα γέλια στην εσωτερική αυλή. Και μόλις στρίβεις, η Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς σε καλωσορίζει στη Ρωμαϊκή Αγορά, που κατασκευάζεται το δεύτερο μισό του 1ου π.Χ. αι. αντικαθιστώντας σταδιακά την αρχαία.

Κολοσσικό άγαλμα Νίκης που βρέθηκε εντοιχισμένο σε δεξαμενή της εποχής της Τουρκοκρατίας και φυλάσσεται στον αρχαιολογικό χώρο της Βιβλιοθήκης Αδριανού
%IMAGEALT%

Ανάμεσα στα μυρωδάτα χαμομήλια και τις κατακόκκινες παπαρούνες κυκλοφορούν ξεμπράτσωτες Αγγλίδες. Προσπαθούν να οσμιστούν τα σύκα, το λάδι, το σιτάρι, τα παρισινά σαπούνια και τα αρώματα που παζαρεύονταν εδώ. Εξω από την περίφραξη, ο Δημήτρης κι ο Αντώνης παίζουν κιθάρα και τρομπέτα. Τουρίστες κι Αθηναίοι απολαμβάνουν στα πεζούλια τους αυτοσχεδιασμούς και την τελευταία ρανίδα του ήλιου με ένα κουτάκι μπίρα.

Κι αίφνης το αντιλαμβάνεσαι. Αυτή είναι η γοητεία του κέντρου. Στα λίγα στρέμματά του, πολιτισμοί αιώνων συνωστίζονται σε μια διαδρομή τόσο παλιά όσο κι ο άνθρωπος. Πίσω από το μουσικό δίδυμο το υδραυλικό ρολόι του αστρονόμου Ανδρόνικου από την Κύρρο του 1ου π.Χ. αι., χωρίς τα γρανάζια και τους οδοντωτούς τροχούς του αλλά με τους ανέμους να φυσούν ακόμη πάνω στο μάρμαρο.

Απέναντι από τους «Αέρηδες» η πύλη του Μεντρεσέ, του τουρκικού ιεροδιδασκαλείου του 1721. Στο ίδιο κάδρο και το Φετιχέ Τζαμί του 1456 αλλά και το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων. Ανηφορίζοντας προς Πλάκα αναζητώ ρυτίδες στο δέρμα της γειτονιάς των θεών. Μάταια μάλλον. Εδώ η νιότη είναι αιώνια. Με κάποια διαλείμματα κι αρκετές μεταμορφώσεις. Η τελευταία φαίνεται στα σκαλάκια της Μνησικλέους και της Ερεχθέως.

Σε βάρος της παραδοσιακής ταβέρνας αναπτύσσονται νεανικά φοιτητοστέκια με πολύχρωμες μαξιλάρες, αρυτίδωτα πρόσωπα, τάβλι και στριφτό τσιγάρο. Κοντά σε αυτούς έρχονται κι άλλοι. Η ιστορική μπουάτ Εσπερίδες έκλεισε. Η Απανεμιά όμως αντέχει ακόμη. Συζητώντας λίγο με τους εστιάτορες, παραδέχονται κι αυτοί πως η κάμψη του 2009-2010 είναι παρελθόν. Τι φταίει; «Ο Παπακαλιάτης», θα πει χαμογελώντας ένας.

Η αλήθεια είναι πως η Πλάκα κουβαλά στα σοκάκια της ολόκληρη την ιστορία της πόλης. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Το ατμοσφαιρικό χαμάμ του Αμπίτ Εφέντη στην Κυρρήστου ή τους βυζαντινούς ναούς του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά και της Αγίας Σωτείρας; Το σπίτι που ο Κλεάνθης αγόρασε από την Τουρκάλα Σαντέ Χανούμ και που μετά (1837) έγινε το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας;

Τα αναπάντεχα Αναφιώτικα στις ρίζες του Ιερού Βράχου με τις μικρές αυλές και τις ασπρισμένες γλάστρες; Γρήγορα μαθαίνω πως τα έκτισαν Αναφιώτες κι άλλοι νησιώτες όταν ήρθαν να οικοδομήσουν την Αθήνα στα μέσα του 19ου αιώνα εκεί που άλλοτε ήταν ο «αράπικος μαχαλάς» των Αιθιόπων δούλων των Τούρκων. Κι επειδή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, τώρα είναι -πολύ αυστηρώς μάλιστα– διατηρητέα.

Η Στοά του Αττάλου ήταν δώρο του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Β' (159-138 π.Χ.) στην πόλη της Αθήνας. Αναστηλώθηκε το 1953-1956 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και στεγάζει το μουσείο της αρχαίας Αγοράς
%IMAGEALT%

Είναι όμως και το καλλίγραμμο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους, που ενσωματώθηκε πολύ αργότερα σε μοναστήρι Γάλλων καπουτσίνων. Εκεί καλλιεργείτο η εξωτική για την Αθήνα του 1819 ντομάτα... Κι όλα αυτά σώθηκαν σχεδόν στο παρά τσακ από την επέλαση του μπετόν αρμέ. «Η εγκατάλειψη και η παρακμή άρχισαν επί χούντας. Τότε η Πλάκα γέμισε με περίεργους ανθρώπους, τα παλιά σπίτια κατεδαφίζονταν», περιγράφει η κ. Σκουμπουρδή. Η χούντα ευτυχώς έπεσε, οι φωνές για τη σωτηρία της Πλάκας δυνάμωσαν και η Μεταπολίτευση έφερε νέα ήθη. Σήμερα στα πολύβουα στενά της, Κινέζοι και Ρώσοι διαγκωνίζονται, ο Δαμίγος σερβίρει ακόμη μπακαλιαράκια κι ο Βρεττός πολύχρωμα λικέρ.

Μοναστηράκι: Πολυεθνικό ραντεβού
Δεν έχω βρει, όμως, τους τυμπανιστές κι αρχίζει να σουρουπώνει. Θυμάμαι τα λόγια του Παλαμά: «Μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζει η Αθήνα κάθε που την κτυπούν του δειλινού τα βέλη». Κατηφορίζοντας ξανά προς Μοναστηράκι νιώθω τα vibes από το αναζωπυρωμένο εμπορικό τρίγωνο. Ανάμεσα σε κουμπιά και κουρτίνες ξεπηδούν τα νέα στέκια της πόλης. Στην Αιόλου, που συγκέντρωνε τα πολυτελέστερα καφενεία του 19ου αιώνα ανοίγουν τα πιο μοδάτα μπαρ της πόλης. Στο πεζούλι της Καπνικαρέα του 11ου αιώνα, Αθηναίοι και τουρίστες πίνουν καφέ, τρώνε και χαζεύουν καλλιτέχνες και πάνοπλους αστυνομικούς.

Πλησιάζοντας προς την πλατεία στο Μοναστηράκι ο ήχος δυναμώνει. Παρά την αγωνία τρυπώνω για λίγο στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Προσπαθώ να φανταστώ το εντυπωσιακό οικοδόμημα με τις 100 και πλέον κολόνες. Κτίστηκε το 132 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, καταστράφηκε από επιδρομείς, φιλοξένησε βυζαντινούς ναούς αλλά και το πάνω παζάρι της Τουρκοκρατίας με ηδονικά μυρωδικά κι υφάσματα, αλλά και κουρεία-οδοντιατρεία...

Οι τυμπανιστές που ξεσηκώνουν τα πλήθη στο Μοναστηράκι είναι μετανάστες από τη Σενεγάλη, το Κονγκό και την Γκάνα
%IMAGEALT%

Σήμερα, στο ίδιο σημείο ευδοκιμούν μαγαζιά με περικεφαλαίες και τσαρούχια. «Οι Ρώσοι αγοράζουν. Οι Κινέζοι είναι τσιγκούνηδες. Μας βγάζουν την ψυχή», μας ψιθυρίζει η Μαρία... Η νύχτα έχει πέσει και η πολύχρωμη πλατεία γεμίζει κόσμο. Το πεζούλι στο Μοναστηράκι Παντάνασσας του 10ου αι., που ήταν μετόχι της Μονής Καισαριανής και δάνεισε το όνομά του στην περιοχή, γεμίζει ασφυκτικά από κόσμο που τρώει σουβλάκια.

Παραδίπλα οι πιτσιρικάδες σκαρφαλώνουν στον μεταλλικό πύργο για να πιουν μπίρες και να ανταλλάξουν φιλιά αφ’ υψηλού. Πλανόδιοι πωλούν φρούτα και σαλέπι. Η έκθεση κεραμικής στο Τζαμί Τζισταράκη κλείνει. Κι ο νεοκλασικός σταθμός του τρένου βγάζει φουρνιές τους επίδοξους ξενύχτηδες. Μοιραία ξανασκέφτομαι το παιχνίδι της Ιστορίας καθώς βρίσκω επιτέλους τους τυμπανιστές μου.

Μετανάστες από τη Σενεγάλη, το Κονγκό και την Γκάνα, ένα μπουλούκι από 10 και πάνω ανθρώπους, παίζουν φρενιασμένους αφρικανικούς ρυθμούς στο μέσο της πλατείας. Ενας τρομπετίστας μπερδεύεται μαζί τους, μια παρέα από κορίτσια χορεύουν καποέιρα. Αυτός είναι ο σφυγμός της Αθήνας, σκέφτομαι ενώ ήδη δεν μπορώ να συγκρατήσω τα πόδια μου. Ζωώδης, απρόσμενος, εντελώς αυτοσχέδιος και συχνά καταστροφικός. Μα, τελικά, τόσο ζωντανός...

Κείμενο: Γιάννης Φώσκολος
Φωτογραφίες: Γιώργος Πατρουδάκης

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις


tsoukalas popup mobile
tsoukalas popup
tsoukalas popup