Όταν η Kate Jones κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει μητέρα, παρά μόνο αν απευθύνονταν σε μία τράπεζα σπέρματος, τότε βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τρομακτικό πρόβλημα που ταλανίζει την κοινωνία της Νέας Ζηλανδίας.
Δεν υπάρχει επάρκεια σπέρματος στις ειδικές για τον σκοπό αυτό τράπεζες.
«Από την ηλικία των 10 ονειρευόμουν να γίνω μητέρα», λέει η Kate, όμως όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε η λίστα αναμονής για την παροχή σπέρματος ήταν στα δύο χρόνια.
«Δεν είχα ιδέα για την έλλειψη σπέρματος. Εξεπλάγην», σημειώνει η ίδια, ενώ όπως τονίζει στο διάστημα αυτό των δύο ετών αναμονής δεν σταμάτησε να προσπαθεί να κάνει παιδί με τον παραδοσιακό τρόπο.
«Η μεγάλη περίοδος αναμονής προκαλεί στρεσογόνες καταστάσεις στις ήδη στρεσαρισμένες μέλλουσες μητέρες», υπογραμμίζει η Dr Mary Birdsall.
«Είναι σκληρό για μία γυναίκα που είναι έτοιμη πνευματικά και σωματικά να κάνει παιδί να μην μπορει να φτιάξει οικογένεια εξαιτίας της έλλειψης σπέρματος», αναφέρει η ίδια.
Βάσει του νέου νομικού πλαισίου που ισχύει από το 2004 οι δωρητές σπέρματος είναι υποχρεωμένοι στην γνωστοποίηση της ταυτότητάς τους στους απογόνους τους, όταν αυτοί κλείσουν τα 18, πράγμα που κάνει πολλούς Νεοζηλανδούς να αποφεύγουν την δωρεά.
Σύμφωνα με την μεγαλύτερη τράπεζα σπέρματος της Νέας Ζηλανδίας, υπάρχει αρκετό σπέρμα για την δημιουργία 80 νέων οικογένειών, όμως οι άνθρωποι που αιτούνται για παροχή σπέρματος είναι τέσσερις φορές περισσότεροι.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ακόμα και καθυστέρηση έξι μηνών μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας αν θα κάνει παιδί μία γυναίκα ή όχι.
Το κόστος για την τεχνητή γονιμοποίηση είναι περί των 7.000 δολαρίων.