Ολόφωτα κάστρα, θαλασσόπυργοι, ψαρολίμανα και άπειρα αρχαία χαλάσματα· η νεοκλασική μεγαλοπρέπεια και οι πολύτιμες ψηφίδες που συμπληρώνουν το αναπλιώτικο μωσαϊκό οδηγώντας μια λαοθάλασσα κόσμου στον Αργολικό Κόλπο.
Πρώτη αίσθηση η μυρωδιά της ανθοφορίας, σε κάνει να εισπνέεις κατ’ επανάληψη, γεμίζεις τα πνευμόνια με την ίδια –άυλη– γλύκα που αφήνουν στο στόμα τα πορτοκάλια Αργολίδας. Οσο πλησιάζεις στον μυχό του απάνεμου κόλπου ορθώνεται ο βράχος με το κάστρο του Παλαμηδίου, ο 216μ. γίγαντας του Ναυπλίου με τα τείχη που –σαν να μην τα χωράει ο τόπος– κατρακυλούν στην πλαγιά. Στα πόδια τους στρώνεται μια θάλασσα από κεραμοσκεπές.
Τα νεοκλασικά της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας υφαίνουν ένα αδιάσπαστο σύμπλεγμα· τόσο κοντά είναι βαλμένα το ένα στο άλλο που ούτε ο ήλιος δεν τολμά να μπει ανάμεσά τους. Η ερωτεύσιμη καρδιά της παλιάς πόλης χτυπά στον κόρφο μιας βραχώδους κι οχυρωμένης χερσονήσου, ξεβράζεται στη θάλασσα, αγναντεύει το Αργος, υψώνει κορμοστασιά στον Πάρνωνα, στέφεται ως ο κυριότερος λιμένας της ανατολικής Πελοποννήσου.
Κάπου εκεί, παρέα με τα κρουαζιερόπλοια, τα καΐκια και τα κότερα, ξεκινάει η ιστορία σου· στο λιμάνι με τους φοίνικες, με θέα στο Μπούρτζι. Πριν ακόμα ανηφορίσεις τις δρομόσκαλες, πριν ρουφήξεις το πανόραμα στο Ρολόι, πριν πάρεις τους δρόμους για τον γύρο της Αρβανιτιάς. Πριν ψάξεις στον τοίχο του Αγίου Σπυρίδωνα για τη σφαίρα των Μαυρομιχαλαίων που (το 1831) σκότωσε τον I. Καποδίστρια.
Πριν αράξεις στις πλατείες. Πριν απαριθμήσεις τα κατάλοιπα όσων ζήλεψαν τη στρατηγική του σημασία. Πριν θαυμάσεις τους θησαυρούς των μουσείων, πριν διαβείς τα κάστρα και τις αρχαίες πόλεις που το περιβάλλουν, πριν μάθεις τους μύθους και τα αδιάψευστα που από αρχαιοτάτων χρόνων τυλίγουν το Ανάπλι.
Του δίνεις τα εύσημα που του αξίζουν. Για τις πρωτιές που κατέκτησε όταν (1827-1834) διετέλεσε έδρα του ελληνικού κράτους: την πρώτη Βουλή, το τυπογραφείο, το φαρμακείο, το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο, την πρώτη Σχολή Ευελπίδων. Για την αξεπέραστη φιλοξενία που παρέχει, τα αξέχαστα που σου χαρίζει σε κάθε επίσκεψη.
Τα λες ένα ένα, τα θυμάσαι: τα καρτποσταλικά ηλιοβασιλέματα, τις πευκοντυμένες -και πάντα συνυφασμένες με το χάδι του Αργολικού- πεζοπορίες. Τις φραγκοσυκιές που κυριεύουν την Ακροναυπλία. Τους κολυμβητές που όσο πλησιάζει το καλοκαίρι, ολοένα και περισσότεροι κατακλύζουν τα βράχια της Αρβανιτιάς.
Τις απογευματινές ποδηλατάδες έως το Νεράκι και την Καραθώνα. Τους λουκουμάδες και τα παγωτά που γεύεσαι όποτε περνάς απ’ την πλατεία Συντάγματος. Τις βραδιές τέχνης που ζεις στο Φουγάρο. Τα προϊόντα που δοκιμάζεις, αγοράζεις, τεστάρεις σε όλα τα σικάτα μαγαζιά και στα καλοστημένα παντοπωλεία. Την αρχοντιά που σου δανείζει. Την αντίθεση που αυτή κάνει με τα γειτονικά αγροτικά –ή αμιγώς ψαράδικα– χωριά.
Είναι και η παραλία της Πλάκας στο Δρέπανο που το καλοκαίρι αναπνέει ως ένα τεράστιο κάμπινγκ, είναι και ο Προφήτης Ηλίας στην Ασίνη που επιβλέπει τα «μετόπισθεν» θαλάσσια περάσματα. Η αμμουδιά στο Τολό, οι γυάλινες νύχτες με πανσέληνο στο Βιβάρι, οι ψαροφαγίες εκεί που σκάει το κύμα. Τα αρχαία που βρίσκεις όποιον βράχο κι αν σηκώσεις. Η απλότητα, η συνέχεια και η αυτάρκεια που ζώνει απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την Αργολίδα.
Δρομόσκαλες στην ιστορία
Το Ναύπλιο δεν είναι μια περιτειχισμένη πολιτεία. Τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα. Σκέψου ότι τα ελληνιστικά και βυζαντινά τείχη της Ακροναυπλίας (Ιτς Καλέ επί Τουρκοκρατίας=εσωτερικό φρούριο) ξεκινούν εκεί που τελειώνουν οι στέγες των σπιτιών. Αυτό που αντικρίζεις στην πρώτη ματιά είναι μια αμφιθεατρικά χτισμένη οντότητα. Με το καστέλι στο Μπούρτζι να τη διαφεντεύει από θαλάσσης και το κάστρο του Παλαμηδίου να τη θαυμάζει από ψηλά.
Το καλοδιατηρημένο δείγμα βενετσιάνικης οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με τους 8 προμαχώνες χτίστηκε στην εποχή της Β’ Ενετοκρατίας (1711-1714) -υποβαθμίζοντας έτσι την αμυντική σημασία της Ακροναυπλίας-, το δε Μπούρτζι, ο 450 μ. μακριά θαλασσόπυργος -το αλλοτινό Castello dello Scoglio (Κάστρο του Βράχου) των Ενετών-, στήθηκε νωρίτερα, το 1473, πάνω στο νησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Τη νύχτα ενωνόταν με τη στεριά με αλυσίδα, η οποία έκλεινε τη δίοδο από θαλάσσης, χαρίζοντας στο λιμάνι το όνομα Porto Catena (Λιμάνι της Αλυσίδας). Σήμερα, είναι επισκέψιμο με καΐκι απ' την προκυμαία με αντίτιμο 4,5€.
Αυτά τα λίγα για αρχή, πριν ξεχυθείς στα σοκάκια. Η Παλιά Πόλη περπατιέται. Είτε ξεκινήσεις από την πύλη της Ξηράς (τη μοναδική είσοδο του κάποτε περιτειχισμένου της κόσμου), είτε από την πλατεία Φιλελλήνων (φάτσα κάρτα στο λιμάνι), είτε από τον Ψαρομαχαλά (την γειτονιά πάνω απ’ τα κανόνια, στην ΒΔ άκρη της Ακροναυπλίας), στους ίδιους δρόμους θα στριφογυρίσεις.
Στα στενορύμια με τα στριμωγμένα αρχοντικά που ομορφαίνουν το Ναύπλιο απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα· με τα μπαλκόνια να κοιτιούνται κατάματα, τις βουκαμβίλιες να αναρριχώνται όπου κι αν βρίσκουν στήριγμα, με τα τα δεκάδες σκαλοπάτια να απλώνουν τα πλοκάμια τους ως το παλιό Ξενία και το Ρολόι, να βουλιάζουν από περιπατητές.
Το πέτρινο σύμβολο της Ακροναυπλίας στάλθηκε από τη Βαυαρία την εποχή που ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο Οθωνας. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανατινάχθηκε (γιατί εμπόδιζε ένα πολυβόλο των Γερμανών) και ανακατασκευασμένο πλέον στην αρχική του θέση μετράει τον χρόνο από το 1949.
Στα πόδια του βολεύεσαι, χαρτογραφείς το Ναύπλιο: αναγνωρίζεις τις πλατείες, μετράς τους τρούλους των αλλοτινών τζαμιών, τα καμπαναριά των εκκλησιών, τα ποτάμια κόσμου που πηγαινοέρχονται μέρα-νύχτα στην ακροθαλασσιά.
Απομεινάρι της Αντιβασιλείας είναι και το σμιλεμένο σε βράχο Λιοντάρι των Βαυαρών (στην οδό M. Iατρού, στην έξοδο προς Καραθώνα), το οποίο δημιουργήθηκε κατά παραγγελία του Λουδοβίκου –πατέρα του Οθωνα– στη μνήμη των Bαυαρών στρατιωτών που άφησαν εδώ την τελευταία τους πνοή.
Ακολουθείς τη βοή, μπλέκεις στη ροή στον Μεγάλο Δρόμο (B. Kωνσταντίνου) και στην παράλληλή του Σταϊκοπούλου, όπου στοιχίζονται οι καφετέριες, τα ταβερνεία, στέκουν σύσσωμα τα εμπορικά μαγαζιά.
Τα τριγύρω κτίρια ξαναζούν ως ξενώνες, άλλα κατοικούνται ακόμα, στεγάζουν γραφεία, ανάμεσά τους διασκορπίζονται τα ορόσημα όσων άφησαν το στίγμα τους: οι στείρες οθωμανικές κρήνες, οι βυζαντινές εκκλησίες, τα πρώην τζαμιά της πλατείας Συντάγματος (το Βουλευτικό –η πρώτη Βουλή της επαναστατημένης Ελλάδας– και το Τριανόν -Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων και για πέντε δεκαετίες ο κινηματογράφος που το ονομάτισε), το πρώτο φαρμακείο του ελληνικού κράτους (υπεύθυνο για την ταρίχευση της σορού του Καποδίστρια), το Δημαρχείο – πρώην γυμνάσιο του 1833, η σφαλιστή οικία Αρμανσπεργκ όπου διοργανώνονταν χοροεσπερίδες...
Το Αρχαιολογικό Μουσείο οριοθετεί το τελείωμα της πλατείας Συντάγματος (ή Πλατάνου), φωλιάζει στο αλλοτινό οπλοστάσιο του ενετικού στόλου· σε δυο ορόφους συγκεντρώνει τα κυριότερα ευρήματα της Αργολίδας από την προϊστορία έως την ύστερη αρχαιότητα. Το Πολεμικό Μουσείο στεγάζεται στο κτίριο της Πρώτης Σχολής Ευελπίδων (Αμαλίας 22), το Μουσείο Κομπολογιού (Σταϊκοπούλου 25) ιδρύθηκε το 1998 και έκτοτε «γέμισε» το Ναύπλιο με κομπολογάδικα, η Εθνική Πινακοθήκη (Σ. Μεραρχίας 23) μαγνητίζει το φιλοθέαμον κοινό, το Μουσείο Ποτοποιίας Καρώνη από το 1869 γράφει τη δική του οινοπνευματώδη ιστορία κ.ο.κ...
Οταν καταφέρεις να γυρίσεις την πλάτη στην παλιά πόλη, βολτάρεις στο πάρκο ΟΣΕ όπου επαναλειτουργεί το θρυλικό μπαρ «Λάθος». Πλησίον του ξεκινούν και τα 999 σκαλιά που ενώνουν τη γη με το Παλαμήδι. Αν σε τρομάζουν τα νούμερα, κάνεις τον κύκλο του λόφου. Και μη σε νοιάζει. Ευκαιρίες για περπάτημα βρίσκεις πολλές. Μόλις χορτάσεις «Ναύπλιο» αρχίζουν οι βόλτες!
Αρχαίες πέτρες & ψαροχώρια
Τίρυνθα, Μιδέα, Ηραίο, μυκηναϊκό νεκροταφείο Δενδρών: τα ίχνη της αρχαίας κατοίκησης που ορίζουν τον κάμπο. Ασίνη, Τολό, Βιβάρι, Κάντια, οι πυρήνες της παράδοσης που σκορπίζονται στον θαλασσινό νότο.
Η Αγία Μονή Αριας (12ος αι.) και η Μονή Καρακαλά Αγίου Αδριανού (17ος αι.) οδηγούν τα βήματα της κατάνυξης, ενώ το θρησκευτικά γόνιμο τοπίο συμπληρώνουν τα διάσπαρτα δώθε και κείθε βυζαντινά ξωκλήσια –όπως η επιχωματωμένη Μονή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Ασίνης του 16ου αι., με τον ερειπωμένο πύργο.
Στην κοντινή Καραθώνα, τώρα, πηγαίνεις για ένα πρώτης τάξεως μπάνιο, είτε για να δεις πώς φαντάζει το Παλαμήδι από την πίσω πλευρά. Αν θες, περπατάς και το μονοπάτι που ξετυλίγεται εγκάρσια στην αφρισμένη θάλασσα μέχρι το μοναχικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, ή ανεβαίνεις ψηλότερα, στην Παναγία την Κατακεκρυμμένη, το κέντρο μοναχισμού που μέχρι το 1600 απολάμβανε την ησυχία του μακριά από τα εγκόσμια.
Κι ύστερα... δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνεις, βρίσκεις την Ασίνη. Στην πλάτη της νέας πόλης ανεβαίνεις στον αβγόσχημο βράχο (αποκλείεται να τον χάσεις, είναι σαν κάποιος να έπιασε τη γη με τα δυο δάχτυλα και να τη σήκωσε προς τα πάνω) με το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και την πλουσιοπάροχη θέα: η λιμνοθάλασσα στο Βιβάρι, οι «φαβέλες» στον λόφο του Δρεπάνου, τα νησιά που οριοθετούν το Τολό και ανάμεσά τους ένα χαλί από καλλιέργειες.
Η Αρχαία Ασίνη (ή Καστράκι) ορθώνεται στον δικό της ημερότερο βράχο, παρέα με την ανοιχτή θάλασσα (και όσα κάμπινγκ ξεστράτησαν από τη γειτονική Πλάκα). Ο σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος με τα αρχαϊκά, βυζαντινά, ιταλικά κατάλοιπα –και βλέμμα στην απεραντοσύνη της προαναφερθείσας παραλίας– φροντίστηκε, και πλέον υποδέχεται τους επισκέπτες με το νέο του πρόσωπο. Πλάι του η παραλία Καστράκι και το καλοβαλμένο μπαρ «Κόκκινος Βράχος».
Συνέχειά τους το τουριστικό Τολό: αμμουδερό, κόμβος για την Υδρα και τις Σπέτσες, με τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο της Αργολίδας! Η αβαθής ακτογραμμή είναι ιδανική για οικογένειες, τουτέστιν, ως ανεπτυγμένος τουριστικά οικισμός, κάθε σεζόν σφύζει από ζωή. Το ασφαλές αραξοβόλι κυκλώνεται από τα νησάκια Ρόμβη (εκεί εντοπίζονται ενετικά ερείπια ναυστάθμου και κατοικιών) και Δασκαλειό (με το εκκλησάκι της Παναγίας και τείχη μεσαιωνικού κάστρου), ενώ το κοντινότερο στη στεριά Κορωνήσι, τη νύχτα βάφεται ολόχρυσο μονοπωλώντας τα βλέμματα.
Στον αντίποδα, το Δρέπανο (πρώην Χαϊδάρι) φημίζεται για την παραλία της Πλάκας, το καλοκαιρινό του παζάρι και τη σύζευξή του με τη λιμνοθάλασσα στο Βιβάρι –ίσως το πιο γραφικό ψαρολίμανο της περιοχής.
Κοντοστέκεσαι, ρίχνεις άγκυρα ή... πιστός στο καθήκον ολοκληρώνεις την περιήγηση. Ο δρόμος ανηφορίζει παράλληλα στο απέραντο γαλάζιο φέρνοντάς σε αντιμέτωπο με τη τέλεια ημισέληνο που σχηματίζει ο κόλπος Κονδύλι· ένα πραγματικά ονειρικό σκηνικό (τουλάχιστον μέχρις ότου να στηθούν τα εποχικά beach bars).
Τέλος δρόμου –θες δεν θες– στην αχανή πλαζ της Κάντιας και χαμηλότερα στην κοιλάδα των Ιρίων. Ησυχία εκεί. Ξεχνάς τη βαβούρα, την πολυκοσμία. Είσαι εσύ και η ήμερη θάλασσα. Και οι απολήξεις του όρους Διδύμου να ορθώνονται σαν τείχος ανάμεσα σε σένα και την Ερμιονίδα.