Τώρα που φεύγει, μπορούμε ίσως να απαντήσουμε στην ερώτηση “πόσο κακή χρονιά ήταν τελικά το 2016;”
Παρά τα φαινόμενα, και ναι, μέσα στο 2016, είχαμε πολλά δυσάρεστα φαινόμενα, αυτή είναι μια ερώτηση που μπορεί να απαντηθεί μόνο λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική αντίληψη. Μπορεί δηλαδή να θεωρήσουμε ότι η έξαρση της φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας ή η εκλογή Τραμπ αποτελεί αρνητική εξέλιξη αλλά θα επηρεάσει πραγματικά τον κόσμο που ζούμε; Σε μια πρόσφατη έρευνα που έκανε η ιστοσελίδα Our World in Data, η κύρια ερώτηση ήταν “εξετάζοντας όλες τις πλευρές, νομίζετε ότι ο κόσμος γίνεται όλο και καλύτερος, όλο και χειρότερος ή ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος;” Στη Σουηδία, το 10% είπε ότι τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα, στις ΗΠΑ οι θετικές γνώμες ήταν μόνο 6% και στη Γερμανία, μόνο 4%. Από αυτές και μόνο τις απαντήσεις φαίνεται ότι λίγοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο κόσμος βελτιώνεται.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα, όμως, αυτό δεν αντικατοπτρίζει ακριβώς την πραγματικότητα. Για να βρούμε την σωστή απάντηση πρέπει να αναρωτηθούμε πώς ο κόσμος έχει αλλάξει. Κι όταν λέμε, 'ο κόσμος' εννοούμε ολόκληρο τον κόσμο και για να το βρούμε αυτό πρέπει να εξετάσουμε τα δεδομένα για όλους.
Για να αντιληφθούμε την αλλαγή στο πεδίο της φτώχειας, για παράδειγμα δεν αρκεί να εξετάσουμε τον κόσμο κατά τη διάρκεια της ζωής μας, γιατί τότε μπορεί να παρασυρθούμε στο να πιστέψουμε ότι ο κόσμος είναι σχετικά στατικός. Αν πάμε όμως πιο πίσω, βλέπουμε πως πριν από μόλις 200 χρόνια, το 1820, μόνο μια μικρή ελίτ απολάμβανε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ζούσε σε συνθήκες, που εμείς θα ονομάζαμε ακραία φτώχεια, σήμερα. Από τότε, το μερίδιο των εξαιρετικά φτωχών ανθρώπων μειώνεται συνεχώς. Όλο και περισσότερες περιοχές του κόσμου βιομηχανοποιούνται και ως εκ τούτου αυξάνεται η παραγωγικότητα που βοηθάει στην άρση της φτώχειας. Το 1950 τα τρία τέταρτα του κόσμου ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, το 1981 το ποσοστό ήταν ακόμη 44%. Την περασμένη χρονιά, το μερίδιο όσων ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκε κάτω από 10%. Κι αυτό με δεδομένο, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί κατά 7 φορές κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.
Ας πάμε και στον γραμματισμό. Το 1820 μόνο 1 στους 10 ήταν εγγράμματος, το 1930, 1 στους 3 ανθρώπους ήξερε να διαβάζει, ενώ σήμερα είμαστε στο 85% σε παγκόσμιο επίπεδο. Με άλλα λόγια, αν ζούσατε το 1800 είχατε 9 στις 10 πιθανότητες να ήσαστε αναλφάβητος, ενώ σήμερα πάνω από 8 στους 10 ανθρώπους είναι σε θέση να διαβάσουν. Αν η επιστήμη, η τεχνολογία, η πολιτική ελευθερία είναι σημαντική για να επιλυθούν τα προβλήματα του κόσμου, και η εγγραματοσύνη σίγουρα ενισχύει την πρόοδο, αξίζει να εξετάσουμε τα στοιχεία σε απόλυτους αριθμούς. Το 1800 υπήρχαν 120 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν, ενώ σήμερα υπάρχουν 6,2 δισεκατομμύρια με την ίδια ικανότητα.
Όσον αφορά στην υγεία, Ένας λόγος για τον οποίο δεν βλέπουμε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί είναι ότι αγνοούμε πόσο κακή ήταν η πραγματικότητα στο παρελθόν. Το 1800, οι προοπτικές για την υγεία των προγόνων μας ήταν τέτοιες ώστε περίπου το 43% των νεογέννητων στον κόσμο πέθαινε πριν το 5ο έτος της ηλικίας τους. Οι ιστορικές αποτιμήσεις δείχνουν ότι ολόκληρος ο κόσμος ζούσε σε άθλιες συνθήκες, με μια σχετικά μικρή διακύμανση μεταξύ των διαφόρων περιοχών του κόσμου. Αρχικά ήταν οι βελτιώσεις στον τομέα της στέγασης και της υγιεινής που βελτίωσαν τις πιθανότητές επιβίωσης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η βελτίωση της διατροφής - που κατέστη δυνατή μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας στον τομέα της γεωργίας και του διεθνούς εμπορίου. Η καλύτερη διατροφή μας έκανε πιο ανθεκτικούς στις νόσους, εξυπνότερους και πιο ψηλούς. Προφανώς όλα αυτά εμπεδώθηκαν με την σχετικά πρόσφατη ανάπτυξη των αντιβιοτικών και των εμβολίων, που βοήθησαν σημαντικά τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Με αυτές τις αλλαγές, η παγκόσμια υγεία βελτιώθηκε με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι για τους προγόνους μας. Το 2015, η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο 4,3% - 10 φορές μικρότερη από ό, τι ήταν πριν από 2 αιώνες.
Η πολιτική ελευθερία και οι ατομικές ελευθερίες βρίσκονται στο επίκεντρο της ανάπτυξης – τόσο ως μέσο για την επίτευξή της όσο και ως στόχος της. Η ποιοτική αξιολόγηση τους όμως είναι δύσκολη υπόθεση σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ τα ποσοτικά δεδομένα μας δίνουν μια εικόνα διαφορετική από αυτή που συχνά παρουσιάζεται στα ΜΜΕ. Η εκτίμηση για τα είδη των πολιτικών καθεστώτων σε διαφορετικές χώρες του κόσμου και η μέτρηση των πολιτικών συστημάτων είναι από τη φύση της αμφιλεγόμενη.
Τα εμπειρικά δεδομένα πάντως δίνουν μια εικόνα για το πόσο έχει αλλάξει η πολιτική ελευθερία τα τελευταία 200 χρόνια. Καθ 'όλη του 19ου αιώνα, πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε υπό αποικιακό καθεστώς και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι ζούσαν σε αυταρχικά καθεστώτα. Σήμερα, ένας στους δύο ζει σε δημοκρατίες.
Σε απόλυτους αριθμούς, ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν περίπου 1 δις το 1800 και αυξήθηκε κατά 7 φορές από τότε. Πριν την εποχή του μοντερνισμού, η γονιμότητα ήταν υψηλή - 5 ή 6 παιδιά ανά γυναίκα ήταν ο κανόνας. Αυτό που συγκρατούσε την αύξηση του πληθυσμού ήταν το πολύ υψηλό ποσοστό με το οποίο έχαναν τη ζωή τους οι άνθρωποι και αυτό σήμαινε ότι πολλά παιδιά είχαν πεθάνει πριν φτάσουν σε αναπαραγωγική ηλικία. Το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής διπλασιάστηκε μόλις τα τελευταία εκατό χρόνια και ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει τετραπλασιαστεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Όμως αυτού του είδους η έκρηξη φτάνει στο τέλος της. Η πτώση της παιδικής θνησιμότητας φέρνει λιγότερες γεννήσεις και, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, στο τέλος του αιώνα η ετήσια αύξηση του πληθυσμού θα είναι της τάξης του 0,1%, ενώ οι δημογράφοι της IIASA βλέπουν το τέλος της αύξησης του πληθυσμού γύρω στο έτος 2075.
Κανένα από τα επιτεύγματα των τελευταίων 2 αιώνων δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς την διάδοση της γνώσης και της εκπαίδευσης. Η επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο ζούμε όχι μόνο προέκυψε από την εκπαίδευση αλλά κάνει την διάδοσή της πιο σημαντική από ποτέ.
Κι αν αυτά τα δεδομένα δεν είναι αρκετά για να πειστείτε ότι ο κόσμος πάει όλο και καλύτερα, αναλογιστείτε ότι γύρω στο 72.000 π.Χ. υπήρξε μια χρονιά που πολλοί ιστορικοί θεωρούν ιδιαίτερα κακή. Ήταν πραγματικά μια στιγμή κατά την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη βρέθηκε πιο κοντά από ποτέ στην εξαφάνιση από τον πλανήτη. Κι αυτό λόγω μιας ηφαιστειακής υπερ-έκρηξης στο νησί της Σουμάτρα στην σημερινή Ινδονησία. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή όσο 1.500.000 βόμβες σαν της Χιροσίμα, ένα στρώμα ηφαιστειακής σκόνης κάλυψε την γη, ρίχνοντας δραματικά την θερμοκρασία με δραματικές συνέπειες για τις πηγές τροφής και τις δυνατότητες επιβίωσης των ανθρώπων. Λιγότερα από 10.000 άτομα επιβίωσαν εκείνη την χρονιά. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Ούτε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να δίνουμε σημασία σε γεγονότα που έχουν συνέπειες στην οικονομία, την πολιτική και εν τέλει στην δημοκρατία μας.
Όμως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την ιστορία μας στον χρόνο έχει σημασία. Ειδικά σε μια εποχή που η ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας αυξάνει συνεχώς και τα μέσα ενημέρωσης εστιάζουν σε μεμονωμένα γεγονότα, συχνά αρνητικά. Από την άλλη, οι θετικές εξελίξεις συμβαίνουν πολύ αργά και σχεδόν ποτέ δεν γίνονται πρωτοσέλιδα. Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη για την παγκόσμια ανάπτυξη και εξέλιξη, καλό είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να ρίχνουμε μια ματιά και στα εμπειρικά δεδομένα. Οι αριθμοί μπορεί να μην λένε πάντα όλη την ιστορία, αλλά συχνά λένε μια ιστορία διαφορετική από αυτή που εμείς αντιλαμβανόμαστε.