Για περίπου μισό αιώνα μία καφετέρια στο Παγκράτι σέρβιρε τον καλύτερο φραπέ της Ελλάδας. Όλη η Αθήνα έδινε ραντεβού στο καφενείο «Λέντζος» απέναντι από το άλσος Παγκρατίου για να πιει τον διάσημο φραπέ με τον παχύ κρεμώδη αφρό.
Πηχτός όσο κανείς. Να γυρίζει γύρω-γύρω το καλαμάκι, σαν μια άτυπη ιεροτελεστία μέσα σε αυτό το παράξενο μείγμα που από την πρώτη κιόλας γουλιά γινόταν πάθος και συνήθεια.
Και το όνομα αυτού, φραπές αλά Λέντζος!
Όλα ξεκίνησαν ένα μεσημέρι του 1971. Νεαρός τότε ο καφετζής Χρήστος Λέντζος εμπνεύστηκε μια συνταγή-πατέντα. Ταίριαξε με μαεστρία τη δοσολογία καφέ και ζάχαρης, και μέσω μιας σύντομης διαδρομής στο μπλέντερ, κατέληγε σε ένα παχύρευστο μείγμα με μια ιδιαίτερη γεύση.
Για πολλά χρόνια η συνταγή του φραπέ που σέρβιρε παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό. Και τι δεν είχε ειπωθεί για αυτόν τον παχύ και αφράτο αφρό. Οργίαζαν οι θεωρίες για το τι έβαζε στο μείγμα του φραπέ. Άλλοι έλεγαν ότι χτυπούσε αυγό, άλλοι ότι έβαζε κρέμα γάλακτος, άλλοι μαρέγκα.
Πολλοί έψαχναν να βρουν το τρικ για τον καλύτερο φραπέ της Ελλάδας για να χτυπήσουν ένα ανάλογο φραπεδάκι σπίτι τους. Άλλωστε αυτός ο φραπές δεν είχε καμία σχέση με τα νερομπούλια που έχουμε όλοι μας πιει κατά καιρούς.
Κι αν η ανακάλυψη του φραπέ έγινε στη συμπρωτεύουσα, ο άνθρωπος που θα εκτόξευε τη φήμη του ήταν κάτοικος Αθηνών. Ο Χρήστος Λέντζος έγινε πιο διάσημος και από τον εφευρέτη του εθνικού μας ροφήματος, του φραπέ, τον Δημήτρη Βακόνδιο. Να πώς το αφηγούνταν ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Στην έκθεση Θεσσαλονίκης το 1957, δούλευα στο περίπτερο της Νεστλέ. Λέω, δεν φτιάχνω έναν κρύο νεσκαφέ στο σέικερ που προορίζεται για το κακάο, να δω τι θα βγει; Μου λέρωσε το κοστούμι, αλλά έτσι γεννήθηκε ο φραπέ! Από την αρχή ο κόσμος τον είδε σαν αναψυκτικό. Λέγανε: η μπίρα είναι μισό ποτήρι αφρός και κοστίζει 8 δραχμές. Αυτός ο καφές είναι επίσης μισός αφρός, αλλά κοστίζει 7 δραχμές. Οπότε...»
Από την άλλη μεριά, ο Χρήστος Λέντζος, για πολλούς ο «πατέρας του κρύου αφράτου καφέ», διατηρούσε, από το 1964, ένα καφενείο απέναντι από το άλσος Παγκρατίου και είχε την φήμη ότι «χτυπούσε» τον καλύτερο φραπέ σε όλη την Ελλάδα.
«Δεν προλαβαίναμε. Έρχονταν από όλη την Αθήνα για να πιούνε φραπέ. Ποτέ δεν έβρισκες καρέκλα να καθίσεις. Εδώ που βλέπεις γινόταν λαϊκό προσκύνημα» σημείωνε με καμάρι στις συνεντεύξεις του.
«Δεν πρόκειται να σας αποκαλύψω πώς τον φτιάχνω. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι βασικό παράγοντα παίζει η δοσολογία και πως σε καμία περίπτωση δεν χτυπάω μέσα αβγό, όπως πολλοί υποστηρίζουν», έλεγε το 2009 ο Χρήστος Λέντζος ιδιοκτήτης του ομώνυμου καφέ.
Για όσους έτυχε να τον δοκιμάσουν, επρόκειτο για ένα πολύ δυνατό καφέ με πλούσια γεύση και με έναν αφρό πολύ πηχτό. Ο Λέντζος δεν τσιγκουνευόταν τη δόση, δεν λυπόταν ούτε τον καφέ ούτε τη ζάχαρη γιατί ήθελε να φτιάχνει φραπέ κι όχι νεροζούμι.
Έβαζε μία κουταλιά της σούπας νεσκαφέ και μια γεμάτη ζάχαρη. Όλοι οι καφέδες έβγαιναν γλυκοί από το γυάλινο μπλέντερ, κι όχι πλαστικό, και ήταν αυτές οι μεγάλες δόσεις και το καλό χτύπημα που δημιουργούσαν αυτό το πλούσιο, πηχτό μείγμα. Για όσους ήθελαν μέτριο ο Λέντζος προσέθετε μια κουταλιά καφέ από πάνω -γνωστό και ως «καπέλο»- για να μειώσει τη γλύκα. Για εκείνον δεν υπήρχε πικρός καφές. Μόνο μέτριος ή γλυκός. «Χωρίς ζάχαρη δεν πρόκειται να γίνει αφρός», έλεγε.
«Μέχρι το 1971 δεν υπήρχε πουθενά καφές φραπέ. Υπήρχαν όμως κάποιοι που έβαζαν τον καφέ και τη ζάχαρη σε ένα ποτήρι και στη συνέχεια ανακάτευαν έντονα με το καλαμάκι. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα δεν ήταν όπως έπρεπε, γιατί ο καφετζής χτυπούσε ελαφρά τον καφέ με σέικερ και όταν τον σέρβιρε ήταν σαν νεράκι. Ένα μεσημέρι, που ήμουν μόνος πίσω από τον μπουφέ της καφετέριας, αποφάσισα να πειραματιστώ με τους καφέδες. Μετά από αρκετές δοκιμές και μπόλικες αποτυχημένες προσπάθειες, κατάφερα τελικά να φτιάξω αυτό που ήθελα. Πήρα το μπλέντερ, έριξα μέσα τέσσερις κουταλιές της σούπας καφέ, δύο φλιτζάνια ζάχαρη και ενάμιση ποτήρι νερό και αφού το χτύπησα πολύ καλά, βγήκε ο πρώτος καφές φραπέ!» είχε πει σε συνέντευξή του.
Από εκείνη τη μέρα αμέτρητες «φραπεδιές» ή «φραπεδούμπες» ή απλά καφέδες φραπέ -μικρή σημασία έχεις πώς θα τον πεις αφού πρόκειται για εγχώρια πατέντα- είχαν χτυπηθεί πίσω από το μπαρ.
Το κατάστημα σέρβιρε καφέ από τις 5 το πρωί το πρωί μέχρι τη μία το βράδυ. Πόσοι και πόσοι δεν ξημεροβραδιάζονταν στις καρέκλες της οδού Ευτυχίδου για να απολαύσουν αυτό που δεν μπορούσαν να πιουν αλλού και με καμία δύναμη να φτιάξουν σπίτι τους. Κι αν φυσικά έβρισκες τραπέζι. Κάποιοι μάλιστα δεν πτοούνταν ούτε τις λίγες ώρες που το μαγαζί ήταν κλειστό και κάθονταν έξω από το αγαπημένο τους στέκι.
Εισαγγελείς, δικαστικοί, πολιτικοί, ηθοποιοί, στρατιωτικοί και ποιοι δεν είχαν κάτσει για να απολαύσουν το καφέ τους στου Λέντζου. Μέχρι και ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος φαίνεται να μην αντιστάθηκε στον πειρασμό, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γυναίκας του ιδιοκτήτη: «Θυμάμαι πως είχε φτάσει έξω από το μαγαζί ιππεύοντας ένα εντυπωσιακό λευκό άλογο με μια πολύ πλούσια χαίτη. Μαζί του ήταν και όλη η συνοδεία του, που τον ακολουθούσε καβάλα σε άλογα. Κατευθύνθηκαν προς το δασάκι που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και αφού έδεσαν τα άλογα, ήρθαν στην καφετέρια. Είχαν παραγγείλει καφέ αλλά και πάστες, για τις οποίες το κατάστημά μας ήταν ξακουστό σε όλη την Αθήνα».
Η Σοφία Βέμπο, η Κατίνα Παξινού, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Απόστολος Κακλαμάνης, η Ντόρα Μπακογιάννη, η Λιάνα Κανέλλη και πολλοί ακόμα έπιναν τον καφέ τους στον θρυλικό Λέντζο.
Το ιστορικό στέκι της νεολαίας του Παγκρατίου, της θρυλικής ομάδας μπάσκετ του Παγκρατίου την περίοδο 1985-1995 και γενικά το σήμα κατατεθέν των ραντεβού, έβαλε λουκέτο το 2013. Λίγο η επιδρομή του εσπρέσο, λίγο το άνοιγμα νέων μαγαζιών, λίγο τα χρέη οδήγησαν στο κλείσιμο.
Το 1982 το μαγαζί είχε γίνει τραγούδι. Σε στίχους του Μάνου Ρασούλη και μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου, που το τραγούδησε ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Όπως έχει δηλώσει ο γνωστός λαϊκός ερμηνευτής, το τραγούδι είναι βιωματικό και γράφτηκε από τον Ρασούλη αφότου του συνέβη αυτό που περιγράφεται. Ήταν θαμώνας του μαγαζιού και το περιστατικό έλαβε χώρα ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το ’82.
«Τριγύρω κουβεντιάζανε για τα πολιτικά, και πώς ο Μαύρος σούταρε δοκάρι τη μπαλιά, κι εγώ ο μαύρος τώρα δα βλέπω πως μια στιγμή, να σβήσει η ζωή μου ήτανε αρκετή, τ’ Αγίου Βαλεντίνου, αχ πίκρα και καημέ, καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ» λέει το ρεφρέν του τραγουδιού.
Κι αν ο φραπές βρήκε τον μεγάλο του αντίπαλο κι αν πολλοί προτιμούν τον «προδοτικό» εσπρέσο πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα θυμούνται τον θρυλικό Λέντζο στο Παγκράτι και θα επιμένουν να χτυπάνε τον καφέ τους με τους σέικερ ή άντε... στη φραπεδιέρα.