Πολλοί παραξενεύονταν από την αγάπη της Μαρίας Αργυριάδη για τα παιχνίδια και την τεράστια συλλογή της. Πολλοί πίστευαν πως είναι μια μοναχική γυναίκα, χωρίς ενδιαφέροντα, που έβρισκε καταφύγιο στην παιδιάστικη «εμμονή» της.
«Έβλεπαν το ενδιαφέρον μου και νόμιζαν πως είμαι μια γυναίκα μόνη, χωρίς παιδιά, χωρίς προσωπική ζωή, που κάλυψε το κενό συλλέγοντας παιχνίδια… Εγώ έχω βέβαια και τέσσερα εγγόνια αλλά δεν μπορούσα να τους εξηγήσω όλα αυτά τα πράγματα» λέει η ίδια στο newsbeast.gr.
Αν και, η πιο αποστομωτική απάντηση έρχεται από τη λειτουργία του ίδιου του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών, όπου η ίδια δώρισε πριν χρόνια τη συλλογή της και φέτος ευτύχησε να τη δει να παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια των επισκεπτών. Σε παιδιά, που μαθαίνουν, απορούν, ενθουσιάζονται ή και παραξενεύονται. Και σε μεγάλους, που θυμούνται και νοσταλγούν. Και, κατά το κλισέ, που όμως εδώ ισχύει όντως, γίνονται κι αυτοί πάλι παιδιά.
Η λειτουργία του μουσείου ήταν για την ίδια δικαίωση αλλά και θαυμασμός για το αποτέλεσμα. «Χαρά και συγκίνηση» λέει η συνεργάτιδά της Νόρα Χατζοπούλου.
Και μνήμες, πολλές.
Άλλωστε αυτές είναι που παρακίνησαν την κα Αργυριάδη, ερευνήτρια, μελετήτρια, συλλέκτρια και συντηρήτρια παιχνιδιών, να αρχίσει να συλλέγει. «Βοηθούσε βέβαια και το ότι ο άνδρας μου ήταν παλαιοπώλης και ήμαστε στην πηγή» εξηγεί. Ωστόσο επιστρέφοντας στα παιδικά της χρόνια, θυμάται τη μητέρα της, που δεν είχε χρήματα για να της πάρει παιχνίδια για τα Χριστούγεννα. «Μπορούσε να μου πάρει μόνο ένα δωράκι, μικρό, αλλά ήθελε κάτι περισσότερο. Έναν μήνα πριν τα Χριστούγεννα μάζευε όλα μου τα παιχνίδια, τα έντυνε, τους έβαζε καινούρια ρούχα, καινούργιους φιόγκους στα αρκουδάκια μου, τα ομόρφαινε, και τα έβαζε γύρω από το δέντρο. Έτσι, το πρωί έβλεπα όλα μου τα παιχνίδια καινούρια! Πέρα από όλη τη χαρά που μου έδινε, ήταν κι ένα μάθημα: ‘πρόσεχε τα παιχνίδια σου, αγάπα τα, μην τα πετάς’» θυμάται. Αφορμή για τη συλλογή αποτέλεσε ένα παιχνίδι που βρήκε στον δρόμο, ένα αρκουδάκι σκισμένο. «Κάθισα και το έφτιαξα, το έραψα, και μου θύμισε το δικό μου παιχνίδι, το αρκουδάκι που είχα παιδί. Κι από ‘κει ξεκίνησε η συλλογή μου και γιγαντώθηκε» αφηγείται. Ήταν το 1970.
Αυτά τα πρώτα παιχνίδια της, που ήταν η αρχή της συλλογής, έχουν σήμερα ξεχωριστή θέση σε μια από τις προθήκες του Μουσείου όπου και θα παραμείνουν για έναν χρόνο. Στη συνέχεια στην ίδια προθήκη θα γίνονται περιοδικές θεματικές εκθέσεις. Άλλωστε, το Μουσείο φιλοξενεί σήμερα περίπου 3.000 παιχνίδια, αλλά η συλλογή της κυρίας Αργυριάδη αριθμεί περί τα 20.000 και θεωρείται μια από τις δέκα καλύτερες στην Ευρώπη.
Μερικά από τα παιχνίδια του Μουσείου ξεχωρίζουν, κυρίως για τις ιστορίες που «κουβαλούν» και αφηγούνται. «Όταν μας δωρίζουν ένα παιχνίδι, ρωτάμε το συναίσθημα, την ιστορία του. Υπάρχουν τέτοιες ιστορίες των δωρητών κι έχουμε τέτοιες ιστορίες που αξίζουν τον κόπο» εξομολογείται η κα Αργυριάδη.
«Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα παιδικό σαλονάκι , μας το έφερε μια κυρία που της το είχε φτιάξει η μαμά της στην Κατοχή. Ασχολούμαστε ιδιαίτερα με αυτή την εποχή γιατί είναι πολύ συγκινητικό, πώς έπαιζαν τα παιδιά, πώς έφτιαχναν παιχνίδια από το τίποτα. Η μητέρα της πήρε ξύλα από την ξυλόσομπα των Γερμανών, έφτιαξε τα μικροσκοπικά έπιπλα, τα έβαψε και τα στόλισε με βερνίκι νυχιών».
«Το παιχνίδι είναι και εκθεσιακό αντικείμενο, μιλάει για την εποχή που φτιάχτηκε, τις συνθήκες που επικρατούσαν. Πέρα από την κατασκευή, το υλικό, το συναίσθημα, είναι και ιστορία» συμπληρώνει η κα Χατζοπούλου.
Είναι, για παράδειγμα, το αλογάκι που χάρισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον εγγονό του Λευτεράκη. Είναι η θεατρική κούκλα που σε υποδέχεται μπαίνοντας, έργο του σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου. Είναι οι λιθογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, που κοσμούσαν κάποιο σχολείο. Αλλά και πολλά παιχνίδια, είτε χειροποίητα είτε όχι, που «μιλούν» για την εποχή τους, την ελληνική ή τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα έθιμα, την αισθητική, την οικονομική ευμάρεια ή την ανέχεια.
Από το αεροπλάνο που ένας πατέρας σκάλισε σε… πόδι τραπεζιού, στα πρότυπα γαλλικού αεροσκάφους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, μέχρι το πιο εξελιγμένο για την εποχή του view master, από τις κούκλες φτιαγμένες με στάχια και τις γκουμάρες -παιδικά συρόμενα γαϊδουράκια, που φτιάχνονταν με κλαδιά- μέχρι το πολυτελέστερο κουκλόσπιτο και τα παιχνίδια της βασίλισσας Όλγας, από πορσελάνη και ελεφαντόδοντο, το Μουσείο αναδεικνύει όλες τις πτυχές του αχώριστου ζευγαριού «παιδί και παιχνίδι» από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Το εντυπωσιακό, στα παιχνίδια από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο είναι το πώς κάποια μοτίβα παραμένουν ισχυρά έως σήμερα, όπως οι κύβοι, ο άβακας, οι κούκλες ή το «αμαξίδιο» της κάθε εποχής. Στην προθήκη αυτή μπορεί κανείς να δει και μερικά παιχνίδια που αποτελούν δωρεά του Βυζαντινού Μουσείου. «Βρέθηκαν έτσι, με τα ρούχα τους, επειδή ήταν στην Αίγυπτο μέσα στην άμμο βρέθηκαν αυτούσια» εξηγεί η κα Χατζοπούλου περιγράφοντας τις αφαιρετικές- για τα δεδομένα μας- κούκλες με ρούχα και μαλλιά (!).
Τα παιχνίδια αυτά αποκαλύπτουν βέβαια και μια πτυχή της συλλογής που ίσως δεν μας περνά από το μυαλό: αυτή του κόπου και του κόστους της. Για την απόκτησή τους η κα Αργυριάδη έψαχνε κυρίως μέσω πλειστηριασμών διάσημων οίκων, σε επικοινωνία πάντα με την αρχαιολογική εταιρεία. Με τις απαραίτητες άδειες έρχονταν στα χέρια της και πλέον εκτίθενται μπροστά στους επισκέπτες του Μουσείου.
«Μέσα από οποιοδήποτε παιχνίδι, βλέπουμε πώς ζούσαν οι άνθρωποι στην εποχή του. Π.χ. στο κουκλόσπιτο μαθαίνουμε πώς ήταν τότε τα σπίτια, πώς ήταν τα έπιπλα. Βλέπουμε με τι ρούχα ήταν ντυμένες οι κούκλες. Κι αυτό βοηθά τα σημερινά παιδιά να συγκρίνουν» λέει.
Τα σημερινά παιδιά πάντως, τα μικρά αλλά και τα «αιώνια», έχουν την ευκαιρία να περιηγηθούν στο Μουσείο σαν να περπατούν σε ένα συναρπαστικό παιχνιδάδικο. Να δουν όλων των ειδών τα παιχνίδια, τα υλικά από τα οποία φτιαχνόταν, κούκλες μόδας με όλο τον ρουχισμό και τα… αξεσουάρ τους, μηχανικά παιχνίδια και παιχνίδια κατασκευής, οπτικά παιχνίδια και view master όλων των ειδών, μαριονέτες, αυτοκίνητα, γκαράζ, επιτραπέζια, κούκλες με παραδοσιακές φορεσιές, παιχνίδια εθιμικά κι ένα σωρό άλλα. Ξεχωριστή συγκίνηση προκαλούν παιχνίδια φτιαγμένα από μέλη των ΚΑΠΗ, που τα έφτιαξαν με τις μνήμες που είχαν από την παιδική τους ηλικία.
Και σε κάθε «στροφή» της συλλογής, μια πινελιά ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σαντορίνη, όπου βρέθηκαν οι παραδοσιακές υφασμάτινες κουτσούνες (κούκλες), ανάμεσά τους και μία μαύρη. Ψάχνοντας, η Μαρία Αργυριάδη βρήκε από πού προέρχεται ακριβώς και έμαθε πως το νησί είχε τότε επαφή με την Αφρική, από όπου έφερναν νταντάδες. Έτσι, η νταντά έφτιαξε για το παιδάκι που φυλούσε τη μαύρη κουτσούνα.
Τα παιχνίδια που αφορούν τη γέννηση και τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού περιλαμβάνουν βαφτιστικά, κουμπαράδες και κουδουνίστρες, άλλες τσίγκινες, πανηγυριώτικες, άλλες από… καρύδι -ό,τι μπορούσε ο καθένας…- κι άλλες ασημένιες, να αποτυπώνουν τις κοινωνικές διαφορές της εποχής.
Πολλές φορές, τα παιχνίδια ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το μήνυμα που οι γονείς ήθελαν να στείλουν στα παιδιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι γκουμάρες, συρομενα γαϊδουράκια που έφτιαχνε η μαμά στον μικρό της γιο, για να εξοικειωθεί το παιδί από μικρό με ένα ζώο με το οποίο θα ζούσε όλη τη ζωή του. Στα κορίτσια αφθονούν τα μικρά πήλινα σκεύη, τα «κουζινικά» τους. «Εκτός από διασκέδαση υπήρχε και καθαρή καθοδήγηση» εξηγεί η κα Χατζοπούλου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κουκλοθέατρο του Νίκου Ακίλογλου , ο οποίος στην εθνική αντίσταση έφτιαχνε κούκλες κι έπαιζε στην ελεύθερη Ελλάδα, για να δώσει χαρά στα παιδιά. Είχε στον «θίασό» του τον «Μισιλίνη» και τον «Χιτλερίδη», όταν όμως κατέβαινε στην Αθήνα αυτοί κρύβονταν κι έπαιζε με τον Μπαρμπα-Γιώργης, τον Γαρίδα τον Έξυπνο και τον Χάνο τον Κουτούτσικο.
Το πόσο το παιχνίδι -ή η απαγόρευσή του- μας σημαδεύει, δείχνει η προθήκη που έχει στηθεί σαν πάγκος πανηγυριού. «Αυτή είναι το πάθος μου» λέει η κα Αργυριάδη. Θυμάται, όταν ήταν παιδί, να πηγαίνει με τη μητέρα της στον Μαγγιώργο. Πίσω από το μαγαζί, σε μια σούδα, υπήρχε ένας πωλητής που είχε παπούτσια και τσίγκινα παιχνίδια, πανηγυριώτικα.
«Η μαμά μου δεν με άφηνε να τα πιάσω, δεν με άφησε ποτέ να πάρω ένα» αφηγείται. Κι έτσι έφτιαξε έναν ολόκληρο πάγκο, όπως ήταν εκείνη την εποχή. Μάλιστα, στο φόντο έχει φωτογραφία από το πώς πραγματικά ήταν και μπροστά είναι στημένη η αναβίωσή του.
Πολλοί «μεγάλοι» θα συγκινηθούν στο τμήμα του μουσείου που αφορά τη σχολική ζωή, με σάκες -«μας τις έδωσαν με τα σχολικά μέσα!» λέει η κα Αργυριάδη- βιβλία, μελάνια, κοντυλοφόρους, ενδεικτικά και μια εφημερίδα, «έκδοση υπό του 12ετούς Καβαλιέρου Μαρκουίζου».
Εξαιρετική είναι και η προθήκη με κούκλες από Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Φυσικά η συλλογή της κας Αργυριάδη περιλαμβάνει πολλές ακόμη, αλλά «θα χρειαζόμασταν άλλο ένα μουσείο» εξηγεί, οπότε περιορίστηκε σε ένα μικρό αφιέρωμα.
Σε μια μεγάλη αίθουσα του Μουσείου έχει στηθεί ένα τεράστιο τάμπλετ, όπου το Μουσείο έχει περάσει τρία «παλιά» επιτραπέζια, το «Πύρινο ιπποδρόμιο», την «τόμπολα» και το «κυνήγι του Λαγού». «Τα κάναμε ηλεκτρονικά, τα παιδιά ενθουσιάζονται» λέει η κα Χατζοπούλου, «τα παιδιά μας είναι μια γενιά της τεχνολογίας αλλά αν τους δίνουμε τα ερεθίσματα, μια χαρά λειτουργεί και η φαντασία και η δημιουργικότητά τους. Και πάντα θα τους αρέσει και το κρυφτό και το κυνηγητό. Εμείς οι γονείς φταίμε μάλλον για τα παιδιά που έχουν κλειστεί μέσα στα σπίτια και διαβάζουν όλη την ώρα και η επιλογή διασκέδασης είναι το τάμπλετ».
Άλλωστε πρόθεση του Μουσείου είναι να μην συγκρίνει εποχές, να μη λέει «τότε ήταν καλύτερα». «Κάθε εποχή έχει τα δικά της» είναι η άποψη της κας Αργυριάδη. Και ξέρει, γιατί εκείνη είχε φτιάξει το δικό της αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο, μέσα σε μια ντουλάπα.
«Ήμουν μοναχικό παιδί. Το σπίτι μου ήταν πολύ μικρό και κοιμόμαστε όλοι μαζί. Αλλά είχαμε μια ντουλάπα, σε έναν μικρό διάδρομο, και η μαμά μου μου είχε δώσει το ένα ράφι, ήταν δικό μου. Εκεί είχα βάλει τα μικροέπιπλά μου. Δεν είχα κουκλόσπιτο αλλά έφτιαξα ένα» θυμάται.
Το Μουσείο στεγάζεται στην Οικία Κουλούρα, δωρεά της οικογένειας Κουλούρα στο Μουσείο Μπενάκη. Η διεύθυνση είναι Λεωφ. Ποσειδώνος 14 και Τρίτωνος, στο Παλαιό Φάληρο.