Κάθε φορά που έρχεται στο μυαλό της κάποια εικόνα από τότε, το σώμα της τρέμει -έτσι όπως έτρεμε και το διαμέρισμά της τον Φεβρουάριο του 2023: Αυτή είναι η πραγματικότητα της Ελμάς Αμπντουλχάνι, έναν χρόνο μετά τον φονικό σεισμόστην Τουρκία. Και δεν είναι η μόνη.
Εκείνο το πρωινό, ξύπνησε από τις φωνές του συζύγου της, που κλαίγοντας τής έλεγε: «Ελμάς, ξύπνα! Σώσε τον εαυτό σου».
«Θυμάμαι μόνο τον φόβο και τη σύγχυση», λέει η 35χρονη Αμπντουλχάνι, σχεδόν δακρυσμένη καθώς το μυαλό της ταξιδεύει πίσω στο χρόνο.
Ο σύζυγος της Ελμάς δεν επέζησε από τον πρώτο σεισμό μεγέθους 7,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, τον οποίο ακολούθησε δεύτερος σεισμός μεγέθους 7,6 βαθμών αργότερα μέσα στην ημέρα και εκατοντάδες μετασεισμοί, που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 50.000 ανθρώπους στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία στις 6 Φεβρουαρίου του περασμένου έτους.
Η Αμπντουλχάνι όμως τα κατάφερε και, από εκείνη την ημέρα, έχει να αντιμετωπίσει την ψυχική ταραχή που προκλήθηκε από την απώλεια του έρωτα της ζωής της και του σπιτιού τους στο Γκαζιαντέπ, μια πόλη στα νοτιοανατολικά, λίγα χιλιόμετρα από το επίκεντρο του φονικού σεισμού.
Η σκληρή πραγματικότητα επαναφέρει πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας
Οι σεισμοί δημιούργησαν αδιανόητο ψυχολογικό στρες στους επιζώντες όπως η Αμπντουλχάνι, από τους τραυματισμούς και τον διαρκή φόβο για τους μετασεισμούς, τις καταστροφές, τις μετεγκαταστάσεις και τους θανάτους γύρω τους.
Λίγες εβδομάδες μετά την κάλυψη των φυσικών αναγκών έκτακτης ανάγκης, ομάδες εθελοντών ψυχολόγων και εργαζομένων σε ΜΚΟ που ασχολούνται με την ψυχική υγεία αναπτύχθηκαν σε όλη την περιοχή για να υποστηρίξουν τα θύματα και να τα βοηθήσουν να επεξεργαστούν το τραύμα τους.
«Έχω ασχοληθεί και με άλλους σεισμούς και φυσικές καταστροφές στη χώρα μας, όπως ο σεισμός του 1999 στη Σμύρνη, αλλά αυτός ήταν διαφορετικός από κάθε άλλον», λέει η Χαγιάλ Ντεμιρτσί, ψυχοθεραπεύτρια από την ομάδα EMDR Trauma Recovery Group, η οποία έχει αναπτύξει ομάδες εργαζομένων ψυχικής υγείας σε καταυλισμούς με σκηνές, σε κοντέινερ, σε ξενοδοχεία και σε προσωρινούς χώρους φιλοξενίας από τις αρχές του περασμένου Μαρτίου.
Τις πρώτες εβδομάδες της αποστολής τους, η Ντεμιρτσί και περισσότεροι από 1.000 εθελοντές ψυχοθεραπευτές εργάστηκαν για να παρέχουν ένα ασφαλές περιβάλλον για να μειώσουν τις ακραίες αντιδράσεις των ανθρώπων και, μετά από λίγο καιρό, να δημιουργήσουν έναν υγιή θεραπευτικό δεσμό και να δουλέψουν αυτές τις αντιδράσεις.
Η Ντεμιρτσί εξηγεί ότι όταν οι ομαλοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων χάνονται, το μυαλό ενεργοποιεί τους πιο πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας για να αντιμετωπίσει μια σκληρή πραγματικότητα.
«Υπήρξαν πάρα πολλές απώλειες μελών της οικογένειας, φίλων, μελών του σώματος, σπιτιών, πόλεων και ελπίδας για το μέλλον. Όταν αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι σε λειτουργία, το συμπαθητικό νευρικό σύστημα βρίσκεται σε ετοιμότητα και το άτομο αισθάνεται σαν να κινδυνεύει συνεχώς. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι που δεν αισθάνονται ασφαλείς πουθενά και ποτέ, να τρώνε, να κοιμούνται ή να ικανοποιούν σωστά τις βασικές τους ανάγκες», λέει η ίδια στο Al Jazeera.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και όταν οι μετασεισμοί τελικά εξαφανίστηκαν, ένιωθαν ανήσυχοι για μήνες.
«Ζούμε συνεχώς με τον φόβο ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ξανά»
«Παρόλο που το σπίτι της οικογένειάς μου κηρύχθηκε ασφαλές μία εβδομάδα μετά τον σεισμό, εξακολουθούσα να μην αισθάνομαι ασφαλής όταν έμενα μέσα», λέει ο Μερτ Οζγιουρτκάν, 22χρονος φοιτητής μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Γκαζιαντέπ.
«Κοιτούσα συνεχώς τα μπουκάλια νερού για να δω αν το νερό κινείται ή τις λάμπες οροφής για να ελέγξω αν ταλαντεύονται ελαφρώς. Αυτό αύξησε τα επίπεδα άγχους μου και επηρέασε τους βαθμούς μου».
Ενώ η περισσότερη υποστήριξη της ψυχικής υγείας σε κρίσεις επικεντρώνεται σε μια βραχυπρόθεσμη, επείγουσα προσέγγιση, η Ντεμιρτσί υπογραμμίζει τη σημασία της συνέχισης της online συνεργασίας με τα θύματα προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ερεθίσματα και να περιοριστούν τα flashbacks για τη μείωση τυχόν συμπτωμάτων.
Για ορισμένους, ο σεισμός άλλαξε ολόκληρο τον τρόπο ζωής. Η Νεσλιχάν Χικντονμέζ και ο σύζυγός της Αλί Οζασλάν άρχισαν να ζουν σε ένα τροχόσπιτο και κρατούσαν κοντά τους υπνόσακους για κάμπινγκ, επειδή δεν ένιωθαν πλέον ασφαλείς στο ίδιο τους το σπίτι.
«Ο σεισμός επηρέασε πλήρως τον τρόπο ζωής μας. Δεν είχαμε σκεφτεί ποτέ να εγκαταλείψουμε το καινούργιο μας σπίτι, αλλά ζούμε συνεχώς με τον φόβο ότι κάτι τέτοιου μεγέθους μπορεί να συμβεί ξανά».
Οι επιπτώσεις στα παιδιά
Αν οι ενήλικες θεωρούν τις επιπτώσεις καταστροφικές, για τα παιδιά που βρίσκονται σε πρώιμη ανάπτυξη η καταστροφή άφησε ανεξίτηλα σημάδια.
Η Σαρέ Μπιτίρ, μαθήτρια της τετάρτης τάξης του δημοτικού σχολείου στο Γκαζιαντέπ, εξακολουθεί να έχει μαζί της την κούκλα της στο σχολείο, για παρηγοριά.
«Είναι το πρώτο πράγμα που πήρα μαζί μου όταν φύγαμε από το σπίτι», λέει. «Μου κράτησε συντροφιά για τρεις μέρες, ενώ κοιμόμασταν στο αυτοκίνητό μας, επειδή το σπίτι μας δεν μας έκανε να νιώθουμε ασφαλείς. Μου δίνει αυτοπεποίθηση».
Τα παιδιά είναι από τις πιο εκτεθειμένες ομάδες, λέει η κλινική ψυχολόγος Ζεϊνέπ Μπαχαντίρ, η οποία έχει εμπειρία στη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και εργάστηκε εθελοντικά για έξι εβδομάδες με την τουρκική Ερυθρά Ημισέληνο ως διαδικτυακός ψυχολόγος έκτακτης ανάγκης για οικογένειες με μικρά παιδιά.
Προσθέτει ότι είτε τα παιδιά έχουν πληγεί άμεσα είτε έχουν υποστεί δευτερογενές τραύμα, «μπορεί να κινδυνεύουν από συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες, όπως εφιάλτες και άγχος αποχωρισμού».
Το άγχος αποχωρισμού έχει εμφανιστεί ειδικά στο σχολικό περιβάλλον. Όταν επέστρεψε στο σχολείο τον Σεπτέμβριο, η Σαρέ δεν ήθελε να μπει στην τάξη, φοβούμενη να αποχαιρετήσει τους γονείς της. Χρειάστηκε μια πολύ υπομονετική δασκάλα και φιλικούς συμμαθητές για να μπει μέσα, αν και, τις πρώτες εβδομάδες, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ορισμένα παιδιά απέφευγαν το σχολείο για αρκετές εβδομάδες.
Σύμφωνα με την Μπαχαντίρ, ο φόβος μπορεί να διατηρηθεί στα παιδιά για πολύ καιρό μετά το πέρασμα του σεισμού, ο οποίος «μερικές φορές μπορεί να είναι παροδικός, αλλά μπορεί επίσης να μείνει στη ζωή τους για πάντα».
Αναβιώνοντας το τραύμα του θανάτου και της απώλειας
Η κατάσταση είναι χειρότερη για τους Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία που κατέφυγαν εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία, λέει η Γιάρα αλ-Ατράς, εργαζόμενη στον τομέα της ψυχικής υγείας στη ΜΚΟ INARA.
Η αλ-Ατράς είναι υπεύθυνη για την ψυχολογική υποστήριξη των Σύρων που ζουν σε κοντέινερ και έχει βοηθήσει πολλούς που έχασαν τα σπίτια και τα παιδιά τους, κάτι που βίωσαν και κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πατρίδα τους.
«Το να πρέπει να ξαναζήσουν το τραύμα του θανάτου, της απώλειας και του εκτοπισμού, καθώς και να συνειδητοποιήσουν ότι ο νέος τόπος που τους παρείχε ασφάλεια δεν είναι πλέον ασφαλής, ήταν το τελευταίο χτύπημα για όσους είχαν επιβιώσει από τη συριακή σύγκρουση», λέει.
Η Αμπντουλχανί, η οποία βίωσε μια επίθεση στη γενέτειρά της, τη Χομς της Συρίας, λέει ότι οι σεισμοί ξύπνησαν ξανά τραύματα που νόμιζε ότι είχε ξεπεράσει.
Δεν είχε αναζητήσει θεραπεία, ακόμη και μετά τον πόλεμο, αλλά η ανησυχία της καθώς πλησίαζε ο ένας χρόνος από τον σεισμό την έκανε τελικά να αναζητήσει βοήθεια πριν από περίπου δύο μήνες. Η Αμπντουλχανί ζει στην Κωνσταντινούπολη από τον Φεβρουάριο του 2023, μην μπορώντας να επιστρέψει στο Γκαζιαντέπ και να βιώσει ξανά το τραύμα της. Στη θεραπεία, ελπίζει να αντιμετωπίσει αυτόν τον φόβο και να μπορέσει τελικά να επιστρέψει σπίτι της.
«Η κουλτούρα της ψυχοθεραπείας δεν είναι ακόμη κάτι γνωστό στην περιοχή μας, ειδικά στη ζώνη του σεισμού και στα χωριά, τα οποία όμως επλήγησαν περισσότερο», λέει η Ντεμιρτσί.
Πολλοί είπαν πως δεν ήταν έτοιμοι για θεραπεία, αλλά οι εργαζόμενοι στα επείγοντα περιστατικά προσπάθησαν να τους ενθαρρύνουν να μιλήσουν για τα τραύματά τους. «Εκείνοι που δεν λαμβάνουν υποστήριξη όταν η ψυχική τους υγεία είναι κλονισμένη μπορεί, μακροπρόθεσμα, να υποφέρουν από εθισμούς, συμπεριλαμβανομένου του αλκοόλ και των ναρκωτικών, από προβλήματα θυμού ή ακόμη και από σωματικά ζητήματα, όπως ινομυαλγία, ή ημικρανία», προσθέτει η Ντεμιρτσί.
«Οι συνέπειες στο μέλλον θα μπορούσαν να είναι τόσο καταστροφικές όσο και ο ίδιος ο σεισμός».
«Πώς μπορούμε να εξακολουθούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς χωρίς να χάσουμε το μυαλό μας;»
Η συνεργασία της Ντεμιρτσί με τους επιζώντες θα συνεχιστεί για τουλάχιστον τρία ακόμη χρόνια, το ελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι η θεραπευτική τους πορεία θα είναι αποτελεσματική.
Καθώς οι μετασεισμοί στην περιοχή συνεχίζονται, οι άνθρωποι λένε ότι η διαχείρισή τους ως μέρος της καθημερινής ζωής είναι η νέα τους κανονικότητα.
Η Σονγκούλ Ντογκάν, η οποία μετακόμισε στο Γκαζιαντέπ μετά την καταστροφή του σπιτιού της από τον σεισμό του περασμένου έτους, επισκέφθηκε τη γενέτειρά της Μαλάτια στις 6 Ιανουαρίου του περασμένου έτους, όταν ο σεισμός μεγέθους 4,5 βαθμών έπληξε την πόλη.
«Δεν μπορούμε πλέον να εμπιστευόμαστε το έδαφος στο οποίο περπατάμε», λέει με πικρία. «Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να προχωράμε και να εξακολουθούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς χωρίς να χάσουμε το μυαλό μας;».