Με τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων και τη σταδιακή άρση των προγραμμάτων στήριξης «είναι πιθανόν να προκύψει ένας σημαντικός όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων»
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Στουρνάρα έχει ως εξής:
«Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας οφείλονται κυρίως στα μέτρα νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν. Αυτά τα μέτρα, μαζί με τις δημοσιονομικές πολιτικές στήριξης της οικονομίας, έχουν μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης. Επίσης, οι τράπεζες λειτουργούν σε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της σημαντικής χαλάρωσης των εποπτικών απαιτήσεων. Ωστόσο, με τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων δανείων και τη σταδιακή άρση των δημόσιων προγραμμάτων στήριξης στη φάση της ανάκαμψης μετά την πανδημία, είναι πιθανόν να προκύψει ένας σημαντικός όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις, αναμένεται συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών φαίνεται αναπόφευκτη.
Η ΕΚΤ εκτιμά, σύμφωνα με ένα δυσμενές, αλλά ευλογοφανές σενάριο, ότι τα ΜΕΔ των τραπεζών της ζώνης του ευρώ είναι δυνατόν να ανέλθουν σε έως και 1,4 τρισεκ. ευρώ. Αυτές οι ζημίες λόγω πιστωτικού κινδύνου αναμένεται να συνδυαστούν με αδύναμη κερδοφορία στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ, λειτουργώντας περιοριστικά για το σχηματισμό προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου και την ταχεία αναγνώριση ζημιών. Με βάση την εμπειρία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους, η ανεπαρκής κάλυψη των δανείων από προβλέψεις και οι περιορισμένες δυνατότητες εντός των τραπεζών για επιτυχή ρύθμιση των προβληματικών δανείων θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους. Και τελικά αυτή η αλυσίδα γεγονότων θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασχετικά στην πιστωτική επέκταση και να υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι τράπεζες της ευρωζώνης σχημάτισαν σημαντικά αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες ανήλθαν σε 0,76% επί του υπολοίπου των ενήμερων δανείων σε ετησιοποιημένη βάση. Ωστόσο, αυτό το ποσοστό είναι πιθανόν να υπολείπεται των πραγματικών συνολικών ζημιών. Επιπλέον, υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη παραγωγής αξιόπιστων και διαφανών χρηματοοικονομικών δεδομένων των τραπεζών, διατηρώντας παράλληλα ευνοϊκές προοπτικές για την πρωτογενή έκδοση ομολόγων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.