To αγελαδινό γάλα είναι συχνά αντικείμενο κριτικής και η κύρια ένσταση είναι ότι η κατανάλωση είναι αφύσικη μετά την πρώιμη παιδική ηλικία. Από τη μια μεριά υπάρχουν εκείνοι που επαινούν τη θρεπτική του σύνθεση, συμπύκνωμα πρωτεϊνών, ασβεστίου, καλίου, μαγνησίου και βιταμινών, από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι η κατανάλωσή του είναι εντελώς περιττή αν όχι επιβλαβής, καθώς και ελάχιστα βιώσιμη για τον Πλανήτη.
Στην πραγματικότητα, πολλοί ενήλικες γίνονται δυσανεκτικοί σε αυτό, αλλά αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο είναι η σύνδεσή του με κάποιες παθολογίες. Σύμφωνα με ορισμένους επικριτές, το γάλα προκαλεί μια συστηματική φλεγμονώδη κατάσταση η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση ορισμένων παθολογιών, όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και οι όγκοι, επηρεάζοντας το προσδόκιμο υγιούς ζωής. Πού είναι η αλήθεια; Μάλλον κάπου στη μέση.
Οι θρεπτικές ιδιότητες του γάλακτος
Το γάλα περιέχει καλές ποσότητες μακροθρεπτικών συστατικών, όπως πρωτεΐνες, λίπη και σάκχαρα, και μικροθρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων βιταμινών και μεταλλικών αλάτων. Οι πρωτεΐνες έχουν υψηλή βιολογική αξία, περιέχουν δηλαδή όλα τα απαραίτητα αμινοξέα. Υπάρχουν επίσης κορεσμένα λίπη και χοληστερόλη. Όπως εξηγεί στη Vogue.it η Elena Dogliotti, διατροφική βιολόγος και επιστημονική επόπτρια του Ιδρύματος Umberto Veronesi «Όσοι είναι υγιείς και καταναλώνουν μέτρια γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα ως μέρος μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής δεν έχουν λόγο να ανησυχούν, ενώ όσοι πρέπει να μειώσουν την πρόσληψη λίπους και χοληστερόλης μπορούν να επιλέξουν αποβουτυρωμένο γάλα».
άν το πλήρες γάλα έχει περιεκτικότητα σε λιπαρά τουλάχιστον 3,5%, το αποβουτυρωμένο γάλα δεν υπερβαίνει το 0,5%, ενώ το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 1,8%.
Το γάλα προκαλεί φλεγμονή;
«Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα που να υπογραμμίζουν μια άμεση σχέση μεταξύ της κατανάλωσης γάλακτος και της συστηματικής φλεγμονής, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για παράδειγμα με τη ζάχαρη, τα κορεσμένα λίπη ή τα ραφιναρισμένα αλεύρια», λέει η Simona Santini, διατροφολόγος. «Το γάλα μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη και, σε αυτή την περίπτωση, μπορούν να το αντικαταστήσουν με φυτικά ροφήματα, των οποίων οι διατροφικές αξίες ωστόσο είναι διαφορετικές».
Όσοι δεν έχουν δυσανεξία στη λακτόζη επομένως δεν έχουν λόγο να αφαιρέσουν το γάλα από τη διατροφή τους. Το σημαντικό είναι να σέβεσαι τη σωστή ποσότητα.
Είναι κακό να πίνεις γάλα κάθε μέρα;
Δεν υπάρχουν ενιαίες παγκόσμιες συστάσεις για την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, αλλά οι περισσότερες χώρες συνιστούν τουλάχιστον μία μερίδα γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων την ημέρα. Οι διατροφολόγοι στην Ελλάδα συνιστούν την κατανάλωση 2-3 μερίδων γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων ημερησίως (τουλάχιστον 250 ml γάλακτος/ημέρα).
Η κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου;
Μια απλή ξεκάθαρη απάντηση ναι ή όχι δεν θα ήταν δυνατή, καθώς οι δεσμοί μεταξύ της διατροφής και των διαφόρων οργάνων του σώματός μας είναι πολύ περίπλοκοι και συνδέονται εγγενώς με τον τρόπο ζωής μας στο σύνολό του, καθώς και με γενετικούς παράγοντες.
Τα φυτικά ποτά είναι εναλλακτική του γάλακτος;
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτική λύση, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. «Το γάλα παρέχει σάκχαρα, πρωτεΐνες και λίπη, ενώ τα φυτικά ποτά, από την άλλη, δεν περιέχουν πρωτεΐνες, αλλά κυρίως υδατάνθρακες και λίπη», διευκρινίζει η Simona Santini. «Το μόνο φυτικό ρόφημα με αξίες συγκρίσιμες με το αγελαδινό γάλα είναι το ρόφημα σόγιας χωρίς ζάχαρη . Το φυτικό γάλα λοιπόν δεν είναι εναλλακτική, αλλά είναι κάτι διαφορετικό και για αυτό το λόγο θα πρέπει να αναθεωρηθεί ολόκληρη η σύνθεση του γεύματος ώστε να υπάρχει ισορροπημένη διατροφική πρόσληψη».
Πηγή: theissue.gr