Στην Ελλάδα η τέχνη της γραφής εν γένει και πιο ειδικά της ποίησης και της λογοτεχνίας, αποτελούν υψίστης σημασίας παρακαταθήκη, την οποία όμως οι μαθητές δεν κατανοούν και δεν αφομοιώνουν.
Είναι πλέον αποδεκτό πως η λογοτεχνία γίνεται μέσα σε στενά όρια που παρεμποδίζουν το νεανικό νου να αναπτύξει τις δικές του δαιδαλώδεις πνευματικές διαδρομές, δίνοντας έτοιμη τροφή για χάρη των εξετάσεων και όχι με στόχο τη βαθιά και ατομική εναρμόνιση με τα λόγια των συγγραφέων.
Η ύλη
Συχνά μπορεί κανείς να δει, είτε από τη σκοπιά του γονέα, είτε ιδιαίτερα από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού ότι η ύλη δεν είναι δομημένη με κάποιο ειρμό που να προσφέρει παράλληλα με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας και μία ανασκόπηση στις εκάστοτε πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες που σμίλεψαν τους συγγραφείς. Φαίνεται να ακολουθείται μία πορεία μπρος, πίσω, λίγο σχετική και λίγο άσχετη.
Μέσα στην πορεία της σχολικής χρονιάς τα μαθήματα «εμπλουτίζονται» από σημειώσεις για το ύφος, τη γλώσσα, τα τεχνικά μέρη και χαρακτηριστικά των κειμένων και μία υποτυπώδη προσπάθεια να κατανοούσουν «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο έρμος ο συγγραφέας σίγουρα κάτι θέλει να πει ή ίσως και τίποτα, αλλά είναι κρίμα να θεωρούμε ότι εμείς είμαστε γνώστες με βεβαιότητα και να μην το αφήνουμε στα χέρια των νεότερων να αποφασίσουν δημιουργώντας τη δική τους άποψη και δομώντας σκαλοπάτια λογικής και συναισθημάτων για να φτάσουν σε αυτή.
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί και η εστίαση που γίνεται σε μικρά σημεία της γενικότερης εικόνας που προσφέρει ένα γραπτό έργο, όπως για παράδειγμα ένα αντικείμενο, μία υποτυπώδης κίνηση κάποιου χαρακτήρα, ή ακόμα και μία ατέλεια σε μία ενδυματολογική επιλογή. Κατ' αυτό τον τρόπο χάνεται η δυνατότητα να δει ο μαθητής την ευρύτερη ατμόσφαιρα, βλέποντας το δέντρο, αλλά όχι το δάσος.
Τέτοιου είδους λεπτομέρειες αναλύονται, φυσικά, και στις πανεπιστημιακές σχολές που σε τελείως διαφορετικό υπόβαθρο οφείλουν να δουν σοβαρά την συγκεκριμένη πλευρά της λογοτεχνίας, ενώ στις ηλικίες του Γυμνασίου και του Λυκείου τα συγκεκριμένα ζητήματα κανένα δεν ενδιαφέρουν και κανέναν δεν κερδίζουν.
Τα προβλήματα
Μέσα από όλα αυτά δημιουργούνται προβλήματα που διαιωνίζονται και γεννούν γενιές που αδυνατούν να εισέλθουν στον κόσμο της λογοτεχνίας και να αποκτήσουν τη δική τους κριτική προς την τέχνη, αλλά και να ταυτιστούν με τα δικά τους κριτήρια σε όσα διαβάζουν και όλα όσα θέλουν να δουν και να νιώσουν μέσα από ένα βιβλίο, όχι όσα τους «ταΐζονται», καθώς το γραπτό είναι κατ' εξοχήν τόπος συναισθήματος και όχι μηχανικής αντίδρασης.
Φυσικά, η μονότονη διδασκαλία δημιουργεί την πλήρη απαξία και η ατάκα στο στόμα κάθε παιδιού είναι «δεν καταλαβαίνω» και όταν πρόκειται για φροντιστήριο, «θα μου κάνετε εσείς την άσκηση αυτή», γιατί όπως είναι λογικό κανένα παιδί δεκατεσσάρων ετών δεν νοιάζεται να ασχοληθεί με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και γιατί ένας συγγραφέας ανέφερε ότι ο τοίχος σε ένα δωμάτιο ήταν κίτρινος.
Μάλιστα, στο πρόγραμμα σπουδών της Λογοτεχνίας του Γυμνασίου αναφέρεται χαρακτηριστικά «η λογοτεχνία είναι μια πνευματική περιπέτεια διεύρυνσης των ορίων της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας που ανανεώνει συνεχώς τα υπάρχοντα γλωσσικά υλικά και παράγει νέα, μορφοποιώντας ιδέες και συναισθήματα.
Ως πολιτισμικό πεδίο επιτρέπει στον άνθρωπο να αντιληφθεί τη ζωή στην πολλαπλότητά της. Ο λογοτεχνικός λόγος συμπυκνώνει και αναπλάθει το ανθρώπινο βίωμα, κατά τρόπο που δημιουργεί νέα πεδία πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ διασώζει το ατομικό και το μετατρέπει σε καθολικό» και στη συνέχεια συμπληρώνεται από την εξής πρόταση «η επαφή με τη λογοτεχνία, η ανάγνωση, συνιστά "δημιουργική πράξη"».
Και όμως, αν η λογοτεχνία αφηνόταν αχαλίνωτη, θα μπορούσε να είναι όλα αυτά και ακόμα παραπάνω. Εντούτοις τα στενά πλαίσιά της την καθιστούν οτιδήποτε εκτός από δημιουργική, ένα ακόμα μάθημα που τα παιδιά παραμελούν και ξεχνάνε την αξία του, ωθούμενα στο σημείο να μην την αγαπούν και να μην επιδιώκουν ακόμα και κατά την ενηλικίωσή τους την τριβή με την ανάγνωση.
Ίσως;
Θα ήταν χρήσιμο η λογοτεχνία να αλλάξει ριζικά πρόσωπο και να στρίψει το τιμόνι προς την πραγματική δημιουργικότητα. Τα μυαλά των μαθητών βρίσκονται σε μία καθημερινή ένταση και αστείρευτη πρόσληψη γνώσεων και ως εκ τούτου η πρόκλησή τους να δημιουργήσουν δικά τους γραπτά θα μπορούσε να τους ανοίξει νέους ορίζοντες.
Για την διεκπεραίωση του μαθήματος στο σχολείο κατά την πλειοψηφία τους οι καθηγητές (σύμφωνα με το πιεσμένο, φυσικά, πρόγραμμα σπουδών) ζητάνε την συγγραφή ασκήσεων κατανόησης μέσα από το κείμενο, αλλά και περιλήψεων και είναι ελάχιστες οι φορές που δίνεται η ευκαιρία στα παιδιά να πλάσουν μόνοι τους το δικό τους κόσμο.
Θα ήταν εύκολο; Όχι βέβαια. Σε περίπτωση που θα ζητηθεί από κάποιο μαθητή να δημιουργήσει ένα ποίημα ή μία μικρή ιστορία, η αντίσταση θα είναι μεγάλη γιατί φυσικά δεν έχει συνηθίσει, αλλά το αποτέλεσμα σίγουρα θα εκπλήξει και θα δημιουργήσει τις βάσεις για την εντατικότερη και πιο βαθιά ριζωμένη σχέση των παιδιών με τη λογοτεχνία, που δυνητικά θα τους ακολουθεί σε όλη τους την ζωή.
Κατ' αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν φυσικά και τα νοήματα κενά νοήματος, δηλαδή η προσφιλής διαδικασία που αναγκάζονται τα σχολεία να ακολουθήσουν κατά τις οδηγίες που έχουν λάβει, προσφέροντας έννοιες και ιδέες που τη δεδομένη στιγμή είναι χωρίς αξία.
Η παγκόσμια θέαση της λογοτεχνίας
Σε παγκόσμιο επίπεδο η λογοτεχνία κατά την διδασκαλία της προσδιορίζεται διαφορετικά σε κάθε χώρα, φυσικά με βάση τη δική της ιστορία και τους δικούς της στόχους. Για παράδειγμα σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, ευρωπαϊκές και μη, πολλοί είναι οι εκπαιδευτικοί που αντί να ελιχθούν μέσα από ιδιαίτερα ετερόκλητα κείμενα και περιορισμένες τεχνικές, επιλέγουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (τρίμηνο ή εξάμηνο, ή ανά μήνα) να εστιάσουν σε ένα βιβλίο ή έναν κειμενογράφο και να αναλύσουν πάνω σε ένα ενιαίο corpus πληθώρα στοιχείων.
Κατ' αυτό τον τρόπο οι μαθητές έχουν ένα χρονικό διάστημα να προσαρμοστούν στην γλώσσα του γράψαντος, το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο του και τα νοήματα που ίδιος (κατά το ό,τι πιστεύεται) θέλει να περάσει και να προσδιορίσει. Έτσι τα παιδιά μπορούν να κινηθούν με μεγαλύτερη ευελιξία και συνήθως να αναπτύξουν μέσα στα όρια μικρών περιορισμών, τη δική τους σκέψη για το τι γίνεται απόπειρα να νοηματοδοτηθεί μέσα από το έργο του συγγραφέα και πώς αυτό βρίσκει ανταπόκριση στο δικό τους «εγώ».
Μάλιστα, μέσα από τη λογοτεχνία και τη σχολική διδασκαλία άλλων χωρών τίθενται ερωτήματα τα οποία στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα απλά «ξεσκονίζονται». Παραδείγματος χάριν, σημαντικό κομμάτι αποτελεί ο φιλοσοφικός ρόλος που επιτελεί η λογοτεχνία, η δημιουργία ηθικής και αισθητικής κριτικής προς τα έργα, ενθάρρυνση συγκρίσεων και εξερεύνηση παγκοσμίων ζητημάτων και η ικανότητα των κειμένων να έχουν διαχρονικότητα.
Η λογοτεχνία κρίνεται απαραίτητο, έτσι, να δεχθεί μία ανάσταση και να ξεκινήσει μία δεύτερη ζωή, με στόχο να λειτουργεί όντως δημιουργικά και όχι υποτυπωδώς και ελλιπώς, απλά για να συμπληρώνονται τα μαθήματα που πρέπει να διδαχθούν σε μία τάξη.
Πηγή: alfavita.gr