Ισόβια δεσμά επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Βόλου στον γυναικοκτόνο της Σωτηρίτσας όπου στις 3 Αυγούστου του 2021 δολοφόνησε την 43χρονη εν διαστάσει σύζυγο του πυροβολώντας τη 8 φορές εξ’ επαφής, ενώ εκείνη εργαζόταν σε επιχείρηση της οικογένειας της.
Οι αντιφάσεις επαναλαμβανόμενες και οι απειλές που δεχόταν η γυναίκα του από τον ίδιο, ο οποίος είχε ιδιοκτησιακή αντίληψη για τη σχέση τους και τη ζωή της, δεν επέτρεψαν ελαφρυντικά. Επίσης δεν έπεισε την Εισαγγελέα και το Δικαστήριο η υπερασπιστική γραμμή περί μειωμένου καταλογισμού, όπως και η κατάθεση του γιού του, που επίσης έπεσε σε αντιφάσεις.
Καταπέλτης η εισαγγελέας
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, ο 54χρονος τότε άνδρας ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει. Στην αγόρευσή της η εισαγγελική λειτουργός Χριστίνα Φασούλα κατέρριψε τον βασικό ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι οδηγήθηκε στη δολοφονία εξαιτίας της εύθραυστης ψυχικής του υγείας, τονίζοντας ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο, τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και με πλήρη συνείδηση, ενώ δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί ότι υπήρξε εξωσυζυγική σχέση, αλλά μεγάλη ήταν η ανάγκη της γυναίκας να διαλύσει αυτόν τον γάμο και είχε κάθε δικαίωμα να το πράξει. Η Εισαγγελέας χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο βίαιο και οξύθυμο και ζήτησε να μην του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Η απολογία του δράστη
Σύμφωνα με το gegonota.news, στην απολογία του, ο 54χρονος είχε πει ότι η σύζυγός του αδιαφορούσε για τον ίδιο και τα παιδιά τους. «Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στη Σωτηρίτσα. Ήταν πονηρή και ό,τι ήθελε να κάνει, το έλεγε μέσω των παιδιών. Δεν προσέφερε στο σπίτι. Την ημέρα του εγκλήματος την άκουσα να μαλώνει με την μάνα της για την εξωσυζυγική σχέση της. Τη ρώτησα “τι είναι αυτά που ακούω, δεν ντρέπεσαι” και μου είπε “άι γα…ου και εσύ και τα παιδιά. Πήγα και πήρα το όπλο από το αυτοκίνητο και ξεκίνησα να ηχογραφώ όσα έγιναν. Με θύμωνε ο εγωισμός και ο παραλογισμός της. Εγώ δεν της χάλαγα χατίρι», είπε αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν αποδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία, ούτε καν ο καυγάς με τη μητέρα της.
Ο συζυγοκτόνος είπε ότι το θύμα είχε εραστή στη Σωτηρίτσα και την κάλυπτε ο αδελφός της, ενώ υποστήριξε ότι συμμετείχε σε ερωτικές πράξεις και με άλλα άτομα. Όλες οι αναφορές του δεν είχαν καμία βαση και καμία απόδειξη. Συνεχίζοντας, απέδωσε το έγκλημα στην εύθραυστη ψυχική του υγεία λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν ήμουν καλά, δεν θα την σκότωνα και δεν θα έκανα κακό στην οικογένειά μου. Όταν μάλωνε στην ταβέρνα με την πεθερά μου για τον εραστή της, την άκουσα εγώ και ο γιος μου. Ο γιος μου ήταν στην πίσω αυλή της ταβέρνας και, πιστεύω ότι, άκουγε τα πάντα. Τον λόγο που την σκότωσα δεν τον ξέρω ούτε εγώ. Λυπάμαι για όσα έγιναν και λέω την αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως ήταν αδιάφορη για όλα. Είχα επιδιώξει να βρω το κινητό του εραστή της και δεν μου το έδιναν. Τον έβλεπε τα καλοκαίρια και τις γιορτές. Τα καλοκαίρια μετά το 2018 καθόταν τρεις μήνες στο χωριό. Δεν με ενδιέφερε που είχε σχέση, αλλά η αδιαφορία της για τα παιδιά. Όταν την πυροβόλησα, δεν είχα τον έλεγχο των πράξεών μου. Είχε πέσει σεντόνι, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα».
Όπως είπε ο συζυγοκτόνος, το μόνο που θυμάται μετά το έγκλημα είναι την πεθερά του να φωνάζει “την σκότωσε, την σκότωσε”. Σε ερώτηση των δικαστών εάν το όπλο ήταν οπλισμένο, είπε ότι δεν θυμάται και πρόσθεσε ότι το είχε από το 2002 χωρίς άδεια. «Θέλω να γίνω καλά, να θεραπευτώ για να προσφέρω στα παιδιά μου και να με συγχωρέσει ο Θεός», κατέληξε ο δράστης του άγριου φονικού.
Πηγή: Ethnos.gr