Τα περισσότερα ρήγματα στην Ευρώπη διαθέτει ο ελλαδικός χώρος, με τον αριθμό τους να φτάνει σε αρκετές χιλιάδες τόσο στην ξηρά όσο και υποθαλάσσια. Αυτήν τη στιγμή εκατοντάδες χερσαία ρήγματα, όπως και τα περισσότερα από τα χιλιάδες υποθαλάσσια, θα πρέπει να μελετηθούν σε μεγαλύτερο βάθος, κυρίως αυτά που βρίσκονται κοντά σε αστικά κέντρα, ακόμα και αν είναι μικρά, όπως, για παράδειγμα, αυτό της Πάρνηθας.
Τα πιο ενεργά και δυναμικά θαλάσσια ρήγματα στον ελλαδικό χώρο, τα οποία δίνουν συχνούς ή και μεγάλους σεισμούς, εντοπίζονται στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου Πελάγους, στο Νότιο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Ωστόσο, τα ελληνικά ρήγματα δεν είναι τα πιο επικίνδυνα στην Ευρώπη, αφού μεγαλύτερη επικινδυνότητα έχουν το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, στην Τουρκία καθώς και αυτά που βρίσκονται κατά μήκος της οροσειράς των Απέννινων, στην Ιταλία.
Τα παραπάνω τόνισε στο ethnos.gr o ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σπύρος Παυλίδης, ο οποίος επί χρόνια έχει μελετήσει σχεδόν όλα τα ρήγματα του ελληνικού χώρου. Ο ίδιος «σκιαγράφησε» στο ethnos.gr τα μεγαλύτερα, τα πιο ενεργά και τα πιο επικίνδυνα ρήγματα στην περιοχή μας.
Η τάφρος του Βορείου Αιγαίου το πιο δυναμικό – Στις νότιες Κυκλάδες τα πιο επικίνδυνα
Ειδικότερα και σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, το πιο δυναμικό ρήγμα στον ελλαδικό χώρο είναι η τάφρος του Βορείου Αιγαίου, η οποία αποτελεί προέκταση του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας. Η τάφρος Βορείου Αιγαίου διέρχεται νότια της Σαμοθράκης και της ανατολικής Χαλκιδικής και βόρεια της Λήμνου και του Αγίου Ευστρατίου. «Το 1980 και το 1982 η Τάφρος του Βορείου Αιγαίου έδωσε σεισμούς 6,7 και 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ενώ το 1968 έδωσε στον Άγιο Ευστράτιο σεισμό 6,9 βαθμών. Είναι το πιο δυναμικό ρήγμα στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή, αυτό που δίνει συχνά ισχυρούς σεισμούς», τονίζει ο κ. Παυλίδης.
Κατά τον ίδιο, τα πιο επικίνδυνα ρήγματα βρίσκονται στην περιοχή των νότιων Κυκλάδων και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Αμοργού και της Σαντορίνης. Έχουν δώσει πολύ μεγάλους σεισμούς, με αποκορύφωμα αυτόν του 1956, που έφτασε τους 7,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Πρόκειται για τον ισχυρότερο σεισμό που καταγράφηκε ιστορικά στην Ευρώπη και προκάλεσε τσουνάμι.
«Πολύ βαθιές τάφρους, που φτάνουν ακόμα και τα 4.000 μέτρα βάθος και πολύ μεγάλα ρήγματα έχουμε νότια της Κρήτης. Έχουν δώσει πολύ ισχυρούς σεισμούς, όμως, το ευτύχημα είναι ότι βρίσκονται μακριά από κατοικημένες περιοχές, με αποτέλεσμα να μην προκαλούνται μεγάλες ζημιές. Από αυτά τα ρήγματα προήρθε το ισχυρότερο τσουνάμι στη Μεσόγειο, το 365 μετά Χριστόν. Ο σεισμός που έγινε τότε στην περιοχή, έφτασε κοντά στους 8 βαθμούς, όμως δεν έχουμε επακριβή στοιχεία», σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ.
Ρήγματα ιδιαιτέρως ενεργά και ρήγματα περισσότερο αδρανή
Επίσης, κατά τον ίδιο, πολλά και γνωστά ρήγματα, υποθαλάσσια και χερσαία, υπάρχουν στο Νότιο Ιόνιο, τα οποία δίνουν πολλούς μικρούς αλλά και μεγάλους σεισμούς. «Η συχνότητα των σεισμών στη συγκεκριμένη περιοχή είναι πολύ μεγάλη, η μεγαλύτερη στον ελλαδικό χώρο. Αυτό είναι κάτι, με το οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν οι κάτοικοι. Σχεδόν κάθε χρόνο έχουμε στην περιοχή σεισμό γύρω στους 5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, ενώ σχεδόν κάθε δεκαετία έχουμε κι έναν ακόμα ισχυρότερο σεισμό», λέει ο κ. Παυλίδης.
Στον αντίποδα, περιοχές με αδρανή ρήγματα, δηλαδή ρήγματα που έχουν πολύ μεγάλη περίοδο επανάληψης στην εκδήλωση σεισμού, ακόμα και εκατονταετίες, είναι αυτά της Θράκης, της Δυτικής Μακεδονίας και κυρίως στις περιοχές των Σερβίων, της Κοζάνης και των Γρεβενών, των βορείων Κυκλάδων, της Ανατολικής Αττικής και της νότιας Εύβοιας.
«Στα ρήγματα με μεγάλη περίοδο επανάληψης στην εκδήλωση σεισμού δεν έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα στη μελέτη τους από τους επιστήμονες. Η μεγάλη περίοδο επανάληψης είναι κάτι που μας κάνει να εφησυχάζουμε και αυτό θα πρέπει να αλλάξει», είπε ο κ. Παυλίδης.
Κορινθιακός – Θεσσαλονίκη – Θεσσαλία
Στο χερσαίο ελλαδικό χώρο περιοχή με πάρα πολλά και ενεργά ρήγματα είναι αυτή του Κορινθιακού, τα οποία, σε συνδυασμό με τα υποθαλάσσια της ίδιας περιοχής έχουν δώσει πολλούς μεγάλους σεισμούς, οι οποίοι έχουν επηρεάσει σημαντικά και την Αττική.
Επίσης, έκπληξη στους επιστήμονες προκάλεσε η πρόσφατη δραστηριότητα των ρηγμάτων της βόρειας Θεσσαλίας, τα οποία έδωσαν ισχυρούς σεισμούς το 2021. Όπως λέει ο κ. Παυλίδης, τα συγκεκριμένα ρήγματα δεν ήταν χαρτογραφημένα και η δράση τους αποτελεί μία πολύ καλή ευκαιρία, ώστε να αναζητηθούν και να χαρτογραφηθούν και άλλα «κρυφά» ρήγματα του χερσαίου ελλαδικού χώρου.
«Τα χερσαία ρήγματα του ελλαδικού χώρου είναι μικρότερα σε μήκος και δυναμική, όμως, όταν ενεργοποιούνται, επειδή βρίσκονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές, προκαλούν μεγαλύτερες ζημιές, όπως, για παράδειγμα, στο Γαλαξίδι ή στον Τύρναβο. Το πιο εντυπωσιακό σήμερα ρήγμα στο χερσαίο χώρο μας ως προς το ανάγλυφο της περιοχής είναι αυτό της Αρκίτσας, στα Καμένα Βούρλα. Βλέπεις το βουνό και αισθάνεσαι ότι είναι κομμένο με μαχαίρι», τονίζει ο κ. Παυλίδης.
Τέλος, κατά τον ίδιο, μεγάλη είναι η ανάγκη να μελετηθούν περισσότερο ακόμα και μικρά ρήγματα, τα οποία βρίσκονται κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει το ρήγμα της Πάρνηθας καθώς και κάποια έξω από τη Λάρισα.
«Το ζήτημα είναι σοβαρό, αφού οι πόλεις επεκτείνονται και μάλιστα όχι πάντοτε σε τόσο σταθερά εδάφη. Όλα τα ρήγματα που βρίσκονται κοντά σε πόλεις, πρέπει να μελετηθούν περισσότερο ακόμα και τα μικρά. Ευτυχώς, ο ΟΑΣΠ ξεκίνησε να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στο θέμα βαθύτερης μελέτης των ρηγμάτων αλλά θέλει μεγαλύτερη έρευνα από τους επιστήμονες. Είναι σημαντικό να γίνει μία καλύτερη βάση δεδομένων, ιδίως τώρα που υπάρχει μία καλύτερη συνεργασία μεταξύ των επιστημόνων. Οι Ιταλοί έχουν ξεκινήσει πρώτοι στον τομέα αυτό. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί έχουν μία καλή βάση δεδομένων αλλά εμείς έχουμε μείνει λίγο πίσω. Ωστόσο, κάλλιο αργά παρά ποτέ», τονίζει ο κ. Παυλίδης.
Πηγή: ethnos.gr