Ο υπουργός Επικρατείας επισήμανε ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι ο αριθμός των εμβολιασμών να αυξηθεί σταδιακά
Ξεκινώντας από το σημερινό θέμα της επαναλειτουργίας των σχολείων ο υπουργός Επικρατείας υπερασπίσθηκε εισαγωγικώς την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης απόφασης επικαλούμενος λόγους ψυχικής υγείας των παιδιών αφενός, τις ανισότητες της τηλεκπαίδευσης αφετέρου. Εξάλλου, είναι «πάρα πολύ κρίσιμο» να επιστρέψουν τα παιδιά στα σχολεία, τόνισε εμφατικά εκδηλώνοντας συγχρόνως την πρόθεση της κυβέρνησης, εκφράζοντας την ελπίδα να ανοίξουν γυμνάσια και λύκεια, ανάλογα και με τα επιδημιολογικά δεδομένα.
Στο θέμα των εμβολίων, κατ’ αρχάς ο υπουργός Επικρατείας έθεσε κάποιες ειλημμένες, κοινές αρχές εντός Ε.Ε.: κεντρικό σύστημα διανομής εμβολίων και δέσμευση των κρατών – μελών ότι θα προμηθεύονται εμβόλια μόνο μέσω αυτού, επιπλέον ότι ο αριθμός των εμβολίων γίνεται κατ’ αναλογίαν του πληθυσμού.
Στα καθ’ ημάς, ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει αριθμό εμβολίων που υπερκαλύπτει τις ανάγκες: συγκεκριμένα 24 εκατ. δόσεις που αντιστοιχούν σε 15 εκατ. εμβολιασμούς (από όλα τα εμβόλια, ένα έχει μία και όχι δύο δόσεις όπως τα υπόλοιπα, εξήγησε στη συνέχεια). «Η Ελλάδα πήρε όλα τα εμβόλια που της αντιστοιχούν», δήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο χαρακτηρίζοντας ψευδή τα δημοσιεύματα που ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Πήραμε το μέγιστο αριθμό εμβολίων και είναι καλυμμένο το σύνολο του πληθυσμού, «όλα τα άλλα είναι παραπληροφόρηση», τόνισε επίσης.
Αναγνωρίζοντας ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν είναι διατεθειμένες να δώσουν τα πνευματικά δικαιώματα στις χώρες, παρατήρησε ότι δεν είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα και οι περισσότερες χώρες έχουν τη δυνατότητα για κάθετη παραγωγή, στο μέλλον μπορεί. Αλλά, τη στιγμή αυτή οι προτεραιότητες είναι άλλες, συμπλήρωσε.
Παράλληλα ο υπουργός Επικρατείας επεσήμανε τη σημασία της σταθερής ροής στο πρόγραμμα του εμβολιασμού, όπως και της γεωγραφικής κατανομής: περισσότερα από 1.000 εμβολιαστικά κέντρα και πάνω από 50 νοσοκομεία ανά την επικράτεια είναι στην πρώτη γραμμή ήδη. Οι μεγάλες δόσεις θα φθάσουν άλλωστε τον Φεβρουάριο, με στόχο να αναπτυχθεί ανοσία του πληθυσμού τους επόμενους μήνες, συμπέρανε.
Ερωτηθείς για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τον καθηγητή Σ. Τσιόδρα -με αφορμή την απουσία του τελευταίου από τις συνεντεύξεις Τύπου- ο Γ. Γεραπετρίτης διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει η παραμικρή κόντρα και ένταση. Ο κ. Τσιόδρας είναι καθημερινώς, διαρκώς «μαζί μας και δίπλα μας», ανέφερε ο υπουργός προσθέτοντας πως αν χρειαστεί, θα απευθυνθεί στους πολίτες.
Ερωτηθείς για την εν εξελίξει επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Πορτογαλία -που πήρε μόλις την ευρωπαϊκή Προεδρία- παρατήρησε πως το α’ εξάμηνο του 2021 είναι κρίσιμο για την Ευρώπη: πανδημία, σχέσεις με Τουρκία, ομαλή μετάβαση στη μετά-Brexit εποχή.
Και για τα ελληνοτουρκικά ειδικότερα, διευκρίνισε πως δεν είμαστε κοντά σε διαπραγματεύσεις. Άλλωστε η Τουρκία είναι εκείνη που πρέπει να απευθύνει πρόσκληση, αφού στο σημείο εκείνο είχαν σταματήσει οι διερευνητικές, είπε και έθεσε τους βασικούς όρους της ελληνικής κυβέρνησης: να εκλείψει, πρώτα, κάθε ίχνος της τουρκικής επιθετικότητας.
Πολλά, εξάλλου, μπορούν να συμβούν, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει η γεωγραφία, ήταν η χαρακτηριστική φράση του Γ. Γεραπετρίτη, ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία πιθανότητα για συζήτηση αλλαγής του status quo. Μόνο ζητούμενο για την ελληνική πλευρά, επέμεινε, είναι ο καθορισμός της ΑΟΖ, να πιάσουμε εν τέλει το νήμα από εκεί που είχε σταματήσει το 2016.
Στο τελευταίο ερώτημα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αν ειδικότερα είναι κοντά η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, απάντησε πως η Χάγη είναι μια διέξοδος ειδικά για εκείνον που πιστεύει ότι έχει το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος του.
Παράλληλα, εντός της εβδομάδος, θα έλθει στη Βουλή η επέκταση των χωρικών υδάτων προς δυσμάς και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο, αλλά και η αγορά των πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα είναι πολύ ισχυρή διπλωματικά και επιχειρησιακά, είναι ισχυρότερη παρά ποτέ, σημείωσε εμφατικά ο υπουργός Επικρατείας και κατέληξε: «Είμαστε σε θέση να συζητάμε με τους γείτονές μας χωρίς να φοβόμαστε ακόμη και τη διεθνή δικαιοδοσία, εάν αυτό απαιτηθεί».