Κώστας Μελιγκώνης: «Θα ζήσω τη ζωή μου σαν άντρας και ό,τι είναι να γίνει θα γίνει» - Η ιστορία του αλεξιπτωτιστή από το Χάβαρι
Ο αδικοχαμένος αλεξιπτωτιστής Κώστας Μελιγκώνης από το Χάβαρι έβλεπε την υπηρεσία ως λειτούργημα και ελευθερία - Οι δικοί του τον περιγράφουν ως γλυκό, συναισθηματικό και ατρόμητο
Η μητέρα του είναι μια γυναίκα αρκετά κοντά στον Θεό. Ο πόνος της είναι βουβός αλλά σίγουρα ξέρει πως ο δικός της Κώστας είναι κοντά στην Παναγία, είναι κάπου καλά. Ο Κώστας τής λείπει. Ο πατέρας του πέρασε από στάδια άρνησης τις τελευταίες ημέρες. «Πήγαινε να τον φέρεις πίσω», έλεγε στον αδελφό του, Νίκο, όταν έμαθε για τον χαμό του γενναίου αλεξιπτωτιστή. Με τον αδελφό του επικοινώνησε τηλεφωνικά δύο μέρες πριν από το μοιραίο βράδυ για να ευχηθεί στη νύφη του, την Πηνελόπη, για την ονομαστική της εορτή. Παρόλο που ο Κώστας είχε νυχτερινή άσκηση και ήταν επί ποδός για αρκετές ώρες, ήξερε ότι η επικοινωνία με τον αγαπημένο του Νίκο και τη νύφη του θα του αναπτέρωνε το ηθικό του. Τους γέμισε ενέργεια παρά τις ατελείωτες ώρες στον ουρανό και την απίστευτη κούραση. Ο Νίκος Μελιγκώνης κρατιέται γερά στα πόδια του, παρά τη δυσβάσταχτη απώλεια, καθώς ξέρει πως τώρα πρέπει να στηρίξει όσο το δυνατόν περισσότερο την οικογένειά του.
Ο Κώστας μεγάλωσε μαζί με τον αδελφό του Νίκο στη Νέα Χαλκηδόνα. Οι γονείς τους δούλευαν σκληρά από τότε που ήταν μικρά παιδιά για να μεγαλώσουν την οικογένειά τους. Οσοι τους γνώριζαν γρήγορα αντιλαμβάνονταν πως στα δύο αδέλφια δεν έλειψαν ποτέ το ενδιαφέρον και η αγάπη. Το καλύτερο δώρο στον Νίκο Μελιγκώνη ήταν ο αλεξιπτωτιστής αδελφός του. Οι δυο τους ήταν μαζί από μικρά παιδιά. Δεμένοι άρρηκτα. Σαν κόμπος.
Μπορεί κάποιες φορές να μάλωναν, ωστόσο αυτό κρατούσε περίπου 30 δευτερόλεπτα. Μετά τη στιγμιαία μάχη το παιχνίδι ξεκινούσε και πάλι. «Από το πρωί που ξυπνούσε ήταν με το χαμόγελο στο στόμα και με γέλιο βροντερό. Τον άκουγε όλη η γειτονιά», θυμάται ένας δικός του άνθρωπος. Το σχολείο έδωσε στα δύο αδέλφια αυτά που έπρεπε να πάρουν, ωστόσο οι ίδιοι κέρδισαν πολλά από την οικογένειά τους. «Αγαπούσε την πατρίδα και το στράτευμα. Οχι στην ακραία μορφή. Αγαπούσε τη σημαία και την Ελλάδα. Ηθελε ευημερία. Να είναι όλοι καλά, να προχωρήσει ο τόπος!» μας είπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο. «Πίστευε στον Θεό και θυμόταν πως ο Χριστός δώριζε φαγητό». Ο Κώστας συνήθιζε να ξυπνάει μαζί με τον αδελφό του και του έλεγε συχνά πυκνά «γέλα, ρε, πάρε τα πάνω σου. Μην είσαι τόσο σοβαρός». Οι φίλοι του κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο που ήταν η ψυχή της παρέας, που «τον περιμέναμε συνέχεια. Είχε ταλέντο να σε κάνει να νιώθεις καλά. Να σε παρηγορεί αν ήσουν στεναχωρημένος». Ο άτυχος αλεξιπτωτιστής είχε ιδιαίτερη σχέση με το χωριό του, το Χάβαρι Ηλείας. Ηθελε να κάνει διακοπές εκεί και όλη η γειτονιά τον περίμενε. Ηξεραν ότι με το γέλιο και τη σπιρτάδα του η μέρα τους θα είναι διαφορετική, θα αλλάξει.
Διαβάστε περισσότερα στο Protothema.gr