Οι εν λόγω επιστήμονες ανακάλυψαν τυχαία ανοσοποιητικό κύτταρο που μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία όλων των καρκίνων
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, με επικεφαλής τον καθηγητή 'Αντριου Σιούελ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ανοσολογίας "Nature Immunology", ανέλυαν δείγματα από μια τράπεζα αίματος της Ουαλίας, αναζητώντας ανοσοποιητικά κύτταρα που μπορούν να καταπολεμήσουν τα βακτήρια, όταν βρήκαν ένα νέο τύπο Τ-κυττάρου με σημαντικές αντικαρκινικές ικανότητες.
Ο δρ Σιούελ δήλωσε ότι είναι «άκρως ασυνήθιστο» να βρίσκεται ένα κύτταρο με τόσες αντικαρκινικές δυνατότητες, πράγμα που δίνει ελπίδες ακόμη και για μια καθολική θεραπεία του καρκίνου στο μέλλον, σύμφωνα με το BBC και τις βρετανικές «Ιντιπέντεντ» και «Τέλεγκραφ».
«Ήταν μια τυχαία ανακάλυψη, κανείς δεν ήξερε ότι αυτό το κύτταρο υπήρχε. Η ανακάλυψη μας εγείρει την προοπτική μιας καθολικής θεραπείας για τον καρκίνο, ένα μοναδικό Τ-κύτταρο που θα είναι ικανό να καταστρέφει πολλούς διαφορετικούς τύπους καρκίνου στον πληθυσμό. Έως τώρα κανείς δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό», τόνισε ο Βρετανός ανοσολόγος.
Δεν απέκλεισε την πιθανότητα να υπάρχουν άνθρωποι που, χάρη σε αυτό ακριβώς το είδος ανοσοκυττάρου, έχουν ήδη τέλεια ανοσία απέναντι σε οποιονδήποτε καρκίνο. «Το κύτταρο αυτό μπορεί να είναι πολύ σπάνιο ή μπορεί να το έχουν πολλοί άνθρωποι, αλλά για κάποιο λόγο να μην είναι ενεργοποιημένο. Απλώς δεν γνωρίζουμε ακόμη», ανέφερε.
Το νέο κύτταρο προσκολλάται σε ένα μόριο (MR1) των καρκινικών κυττάρων, που είναι κοινό στους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο μια μελλοντική θεραπεία μπορεί να «δουλεύει» για τους περισσότερους καρκίνους, αλλά και για όλους σχεδόν τους ανθρώπους.
Τα πρώτα πειράματα σε ποντίκια, όπου εισήχθησαν τα νέα Τ-κύτταρα, άφησαν «ενθαρρυντικά» αποτελέσματα εξάλειψης των καρκινικών όγκων. Ο Σιούελ δήλωσε ότι η πρόοδος αναμένεται να είναι γρήγορη, όσον αφορά τη δοκιμή και ανάπτυξη μιας πιθανής νέας θεραπείας. Οι πρώτες δοκιμές σε καρκινοπαθείς τελικού σταδίου αναμένεται να ξεκινήσουν φέτος τον Νοέμβριο, εφόσον οι επόμενες εργαστηριακές δοκιμές δείξουν ότι η θεραπεία είναι ασφαλής.