Καθώς οι ρωσικές δυνάμεις «σφίγγουν τον κλοιό» γύρω από τη Μαριούπολη, η καθημερινότητα των πολιτών γίνεται όλο και πιο δύσκολη
Πτώματα που δεν έχουν ακόμα περισυλλεχθεί, τυλιγμένα σε κουβέρτες, παλτά, οποιαδήποτε είδος καλύμματος, κείτονται σε ακάλυπτους χώρους που έχουν καθαριστεί από τα χαλάσματα. Οι νεκροί συχνά θάβονται σε ομαδικούς τάφους. Οι εικόνες από τη Μαριούπολη είναι γροθιά στο στομάχι.
Τριγύρω στέκονται μαυρισμένοι σκελετοί πολυώροφων πολυκατοικιών, συνηθισμένων κτησμάτων της σοβιετικής εποχής. Λιωμένα ή διαλυμένα μέταλλα κρέμονται από τα μπαλκόνια. Σπασμένα τζάμια, ξύλα, σίδερα είναι σκορπισμένα μεταξύ κτιρίων και στους δρόμους.
Στη Μαριούπολη, η καθημερινότητα των κατοίκων είναι μια συνεχής προσπάθεια να γλιτώσουν από τις βόμβες και να επιβιώσουν στα χαλάσματα.
Περίπου 400.000 άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί στη στρατηγική πόλη-λιμάνι στη Θάλασσα του Αζόφ για πάνω από δύο εβδομάδες, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Πασχίζουν να προστατευθούν από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς που έχουν κόψει το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θέρμανση, το νερό, λένε οι τοπικές αρχές.
Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε χθες ότι δυνάμεις του «σφίγγουν τον κλοιό» γύρω από τη Μαριούπολη και ότι εχθροπραξίες διεξάγονταν στο κέντρο της πόλης.
Χωρίς νερό ή θέρμανση, γυναίκες μαζεύονται σε σημεία όπου έχουν ανάψει φωτιές για να μαγειρέψουν οτιδήποτε μπορούν να βρουν. Καθώς πλησιάζει η άνοιξη, δεν υπάρχει πλέον χιόνι για να μπορέσουν να το λιώσουν ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους σε νερό.
Κάτοικοι λένε ότι κανείς δεν το περίμενε αυτό στη μετασοβιετική Ουκρανία, αν και κάποιοι έζησαν κι άλλες αναταραχές που συντάραξαν τη χώρα όταν ήταν υπό σοβιετική κυριαρχία.
«Είχε ρώσικο διαβατήριο, ρωσική υπηκοότητα, πολλά μετάλλια», δήλωσε ο Αλεξάντερ, 57 ετών, δείχνοντας προς το υπαίθριο σημείο όπου κείτεται, προς το παρόν, η σορός της πεθεράς του. «Η πεθερά μου γεννήθηκε το 1936. Επιβίωσε από την πολιορκία του Λένινγκραντ», δήλωσε, αναφερόμενος στις 900 ημέρες πολιορκίας της πόλης που τώρα είναι γνωστή ως Αγία Πετρούπολη από τους ναζί. «Είχε τιμηθεί ως εργαζόμενη στις ιχθυοκαλλιέργειες στη Ρωσική Ομοσπονδία. Και τώρα, ορίστε πού είναι».
Αξιωματούχοι στη Μαριούπολη λένε ότι 2.500 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους αφότου εισέβαλαν οι ρωσικές δυνάμεις την 24η Φεβρουαρίου. Ο κυβερνήτης της περιοχής του Ντονέσκ Πάβλο Κιριλένκο δήλωσε χθες ότι περίπου 35.000 άνθρωποι κατάφεραν να διαφύγουν από την πόλη τις τελευταίες ημέρες, πολλοί πεζή ή με κομβόι ΙΧ αυτοκινήτων τις σπάνιες στιγμές που σταματούν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί.
Αυτοί που μένουν πίσω συχνά βρίσκονται σε απόγνωση – και το κρύο και η αγωνία γίνονται πλέον πολύ έντονα.
«Νιώθω απαίσια. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν, αλλά είμαι αηδιασμένη και τρομαγμένη. Και κρυώνω», λέει η Όλγα, με ροζ καπέλο κάτω από την κουκούλα της κι ένα μεγάλο παλτό. «Δεν έχω πλέον λόγια. Δεν ήμουν προετοιμασμένη να γίνει έτσι η ζωή μου».
Η Ρωσία αρνείται ότι βάζει στο στόχαστρο αμάχους και κατηγορεί το Κίεβο ότι τους χρησιμοποιεί ως ανθρώπινες ασπίδες. Ουκρανοί αξιωματούχοι το διαψεύδουν.
Πόλη «έπαθλο»
Η Μαριούπολη θεωρείται στρατηγικής σημασίας «έπαθλο» για τους Ρώσους εισβολείς που θέλουν να συνδέσουν την Κριμαία, την οποία προσάρτησε η Μόσχα το 2014, και τις δύο αποσχισθείσες περιφέρειες της ανατολικής Ουκρανίας.
Την περασμένη εβδομάδα, βομβαρδίστηκε νοσοκομείο όπου λειτουργούσε μαιευτήριο, με ασθενείς να βγαίνουν στους δρόμους για να σωθούν.
Θέατρο που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο οικογένειες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους επίσης βομβαρδίστηκε – παρά το γεγονός ότι η λέξη «παιδιά» ήταν γραμμένη στο έδαφος στο εξωτερικό με γράμματα τόσο μεγάλα που μπορούσαν να τα διαβάσουν πιλότοι αεροσκαφών.
Μεταξύ των κατοίκων που φοβούνται για τη ζωή τους έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη αίσθηση αλληλεγγύης. Κάτοικοι προσφέρουν καταφύγιο σε αγνώστους.
«Περάσαμε δυο μέρες σ' ένα υπόγειο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Νόμιζα ότι δεν θα επεβίωνε», δήλωσε μεσήλικη κάτοικος, δείχνοντας την ηλικιωμένη μητέρα της.
«Μετά, καταφέραμε να βγούμε από το υπόγειο. Είναι η πρώτη φορά που τους είδα αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά μας έδωσαν καταφύγιο. Και τώρα καθόμαστε εδώ, τυλιγμένες με κουβέρτες. Κάνει πολύ κρύο εδώ. Θέλουμε απλά να πάμε σπίτι».
Τα παιδιά κοιτάζουν με βλέμμα που φανερώνει τη σύγχυσή τους.
«Μην ανησυχείτε, αγάπες μου. Όλα θα πάνε καλά», λέει, σκυθρωπή, νεαρή μητέρα, αγκαλιάζοντας τα δύο παιδιά της.
Έξω, ομάδες ανθρώπων περιφέρονται χωρίς σκοπό, κοιτώντας τα κατεστραμμένα κτίρια.
Γύρω τους βρίσκονται νεκροί. Το μόνο πράγμα που βοηθά να τους αναγνωρίσει κανείς είναι κομμάτια χαρτιού, κολλημένα σε αυτοσχέδιους σταυρούς, το καθένα με ένα όνομα και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου· δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε θα τους περισυλλέξουν.
Πηγή: Cnn.gr