Μετά τις καλοκαιρινές διακοπές «βουνό» υποχρεώσεων περιμένει τους φορολογούμενους – Συναγερμός στα τραπεζικά επιτελεία για τα ρυθμισμένα δάνεια που υπολογίζονται σε πάνω από 15 δισ. ευρώ
Σε αυξημένη επιφυλακή, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τυχόν αρρυθμίες στις αποπληρωμές των δανείων και δη, όσων έχουν ρυθμιστεί που υπολογίζονται σε άνω των 15 δισ. ευρώ, βρίσκονται οι τράπεζες, αναγνωρίζοντας πως ο εφετινός Σεπτέμβρης είναι ιδιαίτερα «βαρύς» για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με το καλεντάρι των πληρωμών να είναι γεμάτο, ενόσω ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το γεγονός ότι τα δανειακά χαρτοφυλάκια επέδειξαν ανθεκτικότητα το α’ εξάμηνο του 2022, αλλά και τον Ιούλιο, με τις αθετήσεις πληρωμών να είναι μικρές και κυρίως στο κομμάτι του retail, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων το αμέσως προσεχές διάστημα.
Το φθινόπωρο, άλλωστε, προμηνύεται δύσκολο για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφού επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές τους βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα… βουνό υποχρεώσεων, όπως, για παράδειγμα, την πληρωμή της τρίτης δόσης του φόρου εισοδήματος, που προέκυψε από την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, αλλά και της πέμπτης δόσης του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος εξοφλείται σε 10 δόσεις – αρχής γενομένης από τον περασμένο Μάιο.
Παράλληλα, τα νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι μάλλον ανησυχητικά. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον ετήσιο εναρμονισμένο δείκτη της Eurostat, οι τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 11,1% τον περασμένο Αύγουστο έναντι 11,3% τον Ιούλιο και 11,6 τον Ιούνιο. Παρά την επιβράδυνση, τα στοιχεία εξακολουθούν να απέχουν παρασάγγας σε σχέση με τον Αύγουστο του 2021, όταν ο ετήσιος πληθωρισμός είχε καθοριστεί στο 1,2%!
Οι επιπτώσεις του είναι εμφανείς, τόσο στο διαθέσιμο εισόδημα, όσο και στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά:
- το κόστος ενέργειας κατά 76%,
- το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%,
- το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8%,
- το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Περισσότερες από μία στις τρεις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%), μάλιστα, δήλωσαν ότι έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (27,8%) ή διαθέσιμα που επαρκούν λιγότερο από μήνα (9,2%), με τα μεγαλύτερα προβλήματα να εντοπίζονται στις μικρότερες, με βάση τον αριθμό εργαζομένων και τον κύκλο εργασιών, επιχειρήσεις, αλλά και αυτές τις εστίασης. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζουν αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους το αμέσως επόμενο διάστημα ως εξής:
- Το 16,6% προς τον πρώην ΟΑΕΕ και το 15,5% προς την εφορία.
- Το 15,4% προς τις επιχειρήσεις ενέργειας, ενώ το 13,1% προς προμηθευτές.
- Το 12% προς τις τράπεζες.
- Το 11,5% προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων και το 10,2% προς το πρώην ΙΚΑ.
«Εάν στα παραπάνω προστεθεί και η παραδοχή πως ο μεσοπρόθεσμος αντίκτυπος της κρίσης covid-19 δεν έχει αποτυπωθεί στα οικονομικά των νοικοκυριών και αρκετών κλάδων της εγχώριας επιχειρηματικότητας, τότε είναι πολύ πιθανό η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών να δεχθεί πλήγμα προσεχώς», εξηγούν.
Αξίζει να αναφερθεί πως τα ρυθμισμένα δάνεια αποτελούν σήμερα το 38% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) να υπογραμμίζει το γεγονός ότι υψηλό ποσοστό αυτών εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Το σύνολο των δανείων, στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις (δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούνται κανονικά) ανέρχεται σε 15,3 δισ. ευρώ.
Πηγή: newmoney.gr