Στα Αρχαία Ελληνικά διαγωνίστηκαν οι μαθητές της ομάδας προσανατολισμού. Τα θέματα είναι διατυπωμένα με σαφήνεια και μπορούν να χαρακτηριστούν βατά. Όσον αφορά το διδαγμένο κείμενο οι μαθητές καλούνται να επεξεργαστούν την 16η και 18η Διδακτική Ενότητα από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Η ερώτηση κατανόησης κρίνεται σχετικά απλή όπως και οι απαντήσεις της εισαγωγής και της λεξιλογικής παρατήρησης θα θεωρηθούν εύκολες για καλά προετοιμασμένους μαθητές. Η ερμηνευτική ερώτηση απαιτεί σύνθεση αρκετών σχολίων από τα σχολικά εγχειρίδια. Το παράλληλο κείμενο από τον «Ανώνυμο Ιαμβλίχου» δεν αναμένεται να προβληματίσει ιδιαίτερα τους εξεταζόμενους.
Σχετικά με το αδίδακτο κείμενο, η μετάφρασή του κρίνεται απαιτητική. Η ερώτηση κατανόησης χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες για έναν διαβασμένο μαθητή. Η γραμματική και το συντακτικό καλύπτουν μεγάλο εύρος της ύλης και δε δημιουργούν δυσκολίες σε έναν καλά προετοιμασμένο υποψήφιο.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α1α.
1. Λάθος
2. Λάθος
3. Σωστό
Α1β.
α. 1
β. 3
Β1.
Ο Αριστοτέλης ως οριστεί έννοια θέτει την πόλη, που είναι μια μορφή κοινωνίας που στοχεύει σε ένα αγαθό, το ανώτερο και εμπεριέχει όλες τις άλλες γεγονός που καταδεικνύει την ανωτερότητα της. Είναι η τελειότερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης. Περιλαμβάνει ατελέστερα κοινωνικά μορφώματα, όπως η οικογένεια, η φυλετική συγγένεια και σχέση, το χωριό, μια συντεχνία. Η πόλις δεν είναι απλώς μια ανταλλακτική κοινωνία που διασφαλίζει την επιβίωση των μελών της, αλλά εκείνη η οργανωμένη και αρθρωμένη κοινωνία που διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την πλήρη ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ύψιστος σκοπός της ύπαρξής της είναι το κοινό αγαθό, η συλλογική και ατομική ευτυχία των μελών της. Κάθε κοινωνία έχει ένα επιμέρους συμφέρον. Για παράδειγμα αυτοί που πολέμους επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη η την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την αποκτάς χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβιεί σε όσους ανήκουν σε μια φυλή η σε έναν δήμο. Η πόλη, όπως και κάθε κοινωνία, στοχεύει σε ένα αγαθό. Το αγαθόν για τον Αριστοτέλη δεν είναι ένα και μοναδικό· είναι κατά περίπτωση διαφορετικό. Άλλες ανάγκες έχει ένας υγιής άνθρωπος και άλλες ένας ασθενής· μια τροφή μπορεί να είναι καλή για ένα ζώο και βλαβερή για ένα άλλο. Επίσης, η έννοια του Αγάθο είναι πολυσήμαντη· αγαθό μπορεί είναι κάτι σύμφωνο με την αρετή αλλά και κάτι ωφέλιμο ή ευχάριστο. Το αγαθόν, ακόμη, μπορεί να είναι όντως αγαθό ή απλώς να εκλαμβάνεται ως τέτοιο. Οπωσδήποτε, το αριστοτελικό αγαθόν δεν είναι μια καθολική και χωριστή από τον κόσμο ουσία, όπως φαίνεται να πίστευε ο Πλάτων.
Το αγαθόν, σε όλες τις εκδοχές του, αποτελεί για τον άνθρωπο και την κοινωνία άμεσο ή απώτερο στόχο. Το τονίζει ο φιλόσοφος στις πρώτες του φράσεις στα Ηθικά Νικομήδεια 1094a1-3: Πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις, ἀγαθοῦ τινὸς ἐφίεσθαι δοκεῖ· διὸ καλῶς ἀπεφήναντο τἀγαθόν, οὗ πάντ’ ἐφίεται [: Κάθε τεχνική δεξιότητα και κάθε γνωστική δραστηριότητα, παρόμοια και κάθε πράξη και κάθε διαδικασία επιλογής και προτίμησης έχει για στόχο της –κατά την παραδοχή όλων– κάποιο αγαθό. Σωστά, επομένως, είπαν για το αγαθό πως είναι αυτό που αποτελεί τον στόχο όλων των πραγμάτων]. Η πόλη είναι η ανώτερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης που περιλαμβάνει τον οίκο (οικογένεια) και την κώμη.
Η κώμη είναι μια μικρή κοινότητα ανθρώπων, π.χ. ένα χωριό. Η οἰκία και η κώμη αποτελούν ατελείς μορφές ανθρώπινης κοινωνίας, γιατί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στα μέλη τους την πληρότητα των σχέσεων και την ολοκλήρωση της κοινωνικής φύσης του ανθρώπου. Η οἰκία περιλαμβάνει, κατά τον Αριστοτέλη, μόνο τη συζυγική σχέση άνδρα-γυναίκας, τη σχέση πατέρα-τέκνων και τη σχέση δεσπότη-δούλου. Η κώμη διευρύνει αυτόν τον κύκλο ικανοποιώντας κάποιες περαιτέρω ανάγκες, πρωταρχικά οικονομικές. Έτσι, οἰκία και κώμη διασφαλίζουν τη ζωή (ζῆν), δεν μπορούν όμως να παράσχουν την καλή ζωή (εὖ ζῆν), την αυτάρκεια δηλαδή και την ευτυχία. Απαραίτητες προϋποθέσεις της καλής κοινωνικής ζωής ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1325b13 κ.ε.) απαριθμεί τις εξής: α) επάρκεια τροφής, β) ποικιλία τεχνών και τεχνιτών, γ) επαρκής οπλισμός, δ) οικονομική ευπορία, ε) θρησκευτικοί θεσμοί, στ) θεσμοί δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της πόλης θεωρείται από τον φιλόσοφο και το πιο σημαντικό.
Την χαρακτηρίζει στο τέλος με τη φράση «η κοινωνία η πολιτική», που διαθέτει την αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία και πολίτευμα. Η αυτάρκεια αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα της πόλεως και πρωταρχική επιδίωξή της.
Με αυτήν δηλώνεται η επάρκεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για την απόκτηση και διατήρηση της συλλογικής ευτυχίας (εὐδαιμονίας). Πρόκειται για αγαθά εξωτερικά (υλικά), σωματικά και ψυχικά. Η αυτάρκεια μιας πόλης εξαρτάται α) από τη γεωγραφική της θέση, ώστε να εξασφαλίζονται υλικά αγαθά, β) από το έμψυχο, ανθρώπινο δυναμικό που διασφαλίζει την άμυνα της πόλης-κράτους και γ) από το σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης, που εγγυάται την εσωτερική συνοχή της πόλης.
Β2.
Ο φανταστικός άνθρωπος, όπως παρουσιάζεται στο απόσπασμα από τον Ανώνυμο του Ιαμβλίχου δεν τραυματίζεται (άτρωτος), ούτε ασθενεί (απρόσβλητος από ασθένειες) Έχει εξωπραγματικές δυνάμεις («υπερφυσικές σωματικές και ψυχικές δυνάμεις»), γεγονός που θα του έδιναν τη δυνατότητα να καταπατήσει ακόμη και το νομικό δίκαιο («δεδομένου ότι… χωρίς συνέπειες»). Βέβαια, αυτός ο άνθρωπος θα ήταν ικανός να επιβιώσει μόνο εφόσον τηρούσε το νόμο («Ακόμα κι αν θα … δικαιοσύνης») καθώς οι συμπολίτες του θα εναντιώνονταν απέναντι του. Και ως ένα ενιαίο σύνολο με καλή διοίκηση και αριθμητική υπέροχη θα τον νικούσαν.
Ο Αριστοτέλης στο 2ο απόσπασμα από τα Πολιτικά, υποστηρίζει πως ένας άνθρωπος από μονός του δεν είναι ικανός να κυβερνήσει. Αν ενωθούν όμως όλοι μαζί δημιουργούν έναν υπεράνθρωπο («ώσπερ ένα ανθρώπων το πλήθος, πολύποδα και πολύπειρα… και την διανοιών») που θα ήταν σε θέση να κυβερνήσει καλυτέρα την πολιτεία. Κάθε άνθρωπος έχει ένα μόριο αρετής και αν ενωθούν όλοι μαζί δημιουργούν έναν άνθρωπο (τον λεγόμενο και εκατογχειρα) με πολλά χέρια και πολλές αισθήσεις, που είναι σε θέση να πάρει καλύτερες αποφάσεις για την πόλη.
Ως προς τα χαρακτηριστικά του υπεράνθρωπου παρατηρούνται ομοιότητες μεταξύ των δυο κείμενων.
Παρατηρείται αντίθεση μεταξύ των δυο κείμενων, καθώς στο πρώτο κείμενο φαίνεται ο υπεράνθρωπος να εναντιώνεται στο κοινό καλό ενώ, στο κείμενο του Αριστοτέλη αυτός συμβάλει στην ομαλή λειτουργιά της πόλης.
Β3.
οπτική => ὁρῶμεν
σύσταση => συνεστηκυῖαν
λάθος => ἀλήθειαν
δοχείο => ἐνδέχεται
ποδήλατο => πολύποδα
Β4.
1.β (σελ. 127 σχολικού βιβλίου)
2.β (σελ. 133 σχολικού βιβλίου)
3.α (σελ. 139 σχολικού βιβλίου)
4.α (σελ. 139 σχολικού βιβλίου)
5.β (σελ. 165 σχολικού βιβλίου)
Γ1. Σωκράτη, φαίνεται ότι τα φυτά έχουν τον ίδιο τρόπο ανατροφής (ανάπτυξης) και αυτά που φυτρώνουν στη γη και οι άνθρωποι και τα υπόλοιπα ζώα· Και πράγματι όσον αφορά στα φυτά ευκολότατα γίνεται αυτό, όσοι ασχολούμαστε με τη γεωργία να προετοιμάζουμε τα πάντα που έχουν σχέση με το φύτεμα και αυτό το ίδιο το φύτεμα. Όταν όμως αυτό που φυτεύσουμε αναπτυχθεί, μετά από αυτό γίνεται η φροντίδα του βλασταριού και πολύ και φοβερή και δύσκολη. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι το ίδιο γίνεται και με τους ανθρώπους. Αυτό το συμπεραίνω από τις δικές μου υποθέσεις και σχετικά με τις άλλες. Διότι για εμένα και αυτόν εδώ τον γιο είτε φύτευση είτε τεκνοποίηση όπως πρέπει να ονομάζεται αυτή, έχει γίνει ευκολότερη από όλα, η ανατροφή όμως δύσκολη και πάντα φοβάμαι για αυτό.
Γ2. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα συνομιλεί ο πλούσιος γαιοκτήμονας Δημόδοκος με τον Σωκράτη. Τον προβληματίζει η συμπεριφορά του γιού του Θεάγη ο οποίος κατεβαίνοντας στην Αθήνα, έχει επηρεαστεί αρνητικά με όσα του είπαν κάποιοι χωριανοί και συνομηλίκοί του («τῶν ἡλικιωτῶν τινες αὐτοῦ καὶ δημοτῶν, εἰς τὸ ἄστυ καταβαίνοντες»), οι οποίοι διατάραξαν το μυαλό του («διαταράττουσιν αὐτόν»)με κάποια λόγια που άκουσαν εδώ και τα όποια του άρεσαν ζωηρά, και κάμποσο καιρό τώρα τον ενοχλεί. Γι αυτό ζητά από πατέρα του να γίνει μαθητής κάποιου από τους σοφιστές («τελέσαι τινὶ τῶν σοφιστῶν»), με αποτέλεσμα να του ζητά χρήματα και να τον ενοχλεί («μοι πράγματα παρέχει»), παρουσιάζοντας την αξίωση να φροντίσει γι αυτόν πληρώνοντας κάποιον σοφιστή.
Γ3. σχές
ῥᾴδιον - ῥᾶον
ἀγεννοῦς
ἐπιθυμεῖν
τὰ ἄστη
καταβησόμενοι
παλαίτερον
ἐπιμεληθέντων
οἵτινες
Γ4.
α) τὸν αὐτὸν: ονοματικός, ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στο «τρόπον»
τοῦτο: Υποκείμενο στο ρήμα «γίγνεται»
ὀνομάζειν: Υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα «δει», τελικό απαρέμφατο
πάντων: Ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο «ῥάστοι»
εἰς τὸ ἄστυ: Εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός κίνησης σε τόπο στην μετοχή «καταβαίνοντες»
μοι: έμμεσο αντικείμενο στο «παρέχει»
σοφὸν: Κατηγορούμενο στο αντικείμενο «αυτόν» μέσω του «ποιήσει»
β) Δημόδοκος ἔλεγεν ὀτι ἡ δὲ τότε παροῦσα ἐπιθυμία τούτῳ πάνυ αὐτόν φοβοῖ /φοβοίη.
Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ «ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΩΝ ΒΟΛΛΑΡΗ»