Oι υποκλοπές, νόμιμες, φαινομενικά νόμιμες και παράνομες, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για την πολιτική ζωή του τόπου. Το θέμα έγκειται στην αντιμετώπισή τους. Δύο πρωθυπουργοί στο παρελθόν, Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παραπέμφθηκαν σε Ειδικό Δικαστήριο γι’ αυτές, άσχετα αν η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και στην πορεία ανεστάλησαν οι διώξεις εις βάρος τους.
Υπό τις παρούσες συνθήκες και υπό το πρίσμα του κυβερνητικού αφηγήματος, ότι ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε τίποτε για τις δραστηριότητες της ΕΥΠ αναφορικά με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, αξίζει να θυμηθούμε τι έλεγε ο αείμνηστος πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όταν μίλησε στη Βουλή για το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ισως φανεί χρήσιμο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Kαλοκαίρι του 1989. Η χώρα στροβιλίζεται στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, η λέξη «κάθαρση» κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο και στις 27 Ιουλίου στη Βουλή γίνεται η συζήτηση για το έτερο σκάνδαλο της εποχής, εκείνο των τηλεφωνικών υποκλοπών ή πιο γνωστό ως «σκάνδαλο Τόμπρα».
Η Ν.Δ., που λίγες μέρες νωρίτερα –στις 9 Ιουλίου– είχε καταφέρει να συγκροτήσει (μαζί με το ΚΚΕ και τον Συνασπισμό) την κυβέρνηση Τζαννετάκη ή αλλιώς την «κυβέρνηση ειδικού σκοπού» προκειμένου να μην παραγραφούν τα αδικήματα των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων στο σκάνδαλο Κοσκωτά, κατηγορεί τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηθικό αυτουργό και για το σκάνδαλο των υποκλοπών ζητώντας να παραπεμφθεί και γι’ αυτό στο Ειδικό Δικαστήριο, κάτι το οποίο ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 21 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Στο βήμα ανεβαίνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απουσιάζει από τη συνεδρίαση, γεγονός που καταδικάζεται έντονα από τον αρχηγό της Ν.Δ. ο οποίος λέει: «Ο κ. Παπανδρέου έπρεπε να ήταν και να πει, “ναι, έγιναν αυτά τα πράγματα”, αλλά εγώ δεν φταίω. Και ν’ αποδείξει την αθωότητά του». Κι αμέσως μετά συμπληρώνει: «Γιατί επιτέλους δεν μπορεί να είναι ανεύθυνος ένας πρωθυπουργός εξ ορισμού όταν είναι βέβαιο ότι συνέβησαν αυτά που συνέβησαν με τις παρακολουθήσεις των τηλεφώνων». Κάπως έτσι, με τη ρήση του ίδιου του πατέρα, καταρρίπτεται το αφήγημα του Μαξίμου ότι «ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τίποτε για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη».
Αλλά ο αείμνηστος δεν μένει μόνο εκεί. Στην ίδια ομιλία λίγο αργότερα και αναφερόμενος σε παλαιότερες υποθέσεις υποκλοπών θυμίζει τον αγώνα που έδωσε ο ίδιος για να πέσει φως στην υπόθεση: «Και θα θυμάστε ότι εγώ έδωσα μάχη εις αυτή την αίθουσα και είπα ότι είναι αδύνατον να γίνει έρευνα αν δεν επιτρέψετε να κάνουμε έρευνα εις την ίδια την ΕΥΠ. Και ενθυμείστε ότι κολοβωμένη ήταν από την αρχή η απόφαση, η επιτροπή δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι ο κ. Μένιος Κουτσόγιωργας επέβαλε την άποψη, με την πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, ότι έπρεπε να μείνει άδυτο η ΕΥΠ. Δεν μπορούσε να προχωρήσει καμία έρευνα και ήταν βέβαιο, από τότε το είχα πει, ότι καμία έρευνα δεν μπορούσε να γίνει».
Η ομιλία αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον καθώς στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναφέρεται στις υποκλοπές που αφορούσαν πολιτικά πρόσωπα, όπως καλή ώρα συμβαίνει τώρα με την περίπτωση Ανδρουλάκη. Και λέει: «Εχουμε αύξηση των γραμμών και των παρακολουθήσεων. Πέρα από εκείνες για την εθνική ασφάλεια για τις οποίες δεν μιλώ [...] υπάρχουν από εκεί και πέρα οι παράνομες παρακολουθήσεις, των πολιτικών προσώπων». Και εν συνεχεία αναφέρεται στην αξία του αποδεικτικού υλικού εκείνης της εποχής λέγοντας: «Ενθυμείστε, το πρώτο που ακούστηκε για τις καρτέλες ήταν ποια πονηρά χειρ τις ετοποθέτησε εκεί που βρέθηκαν. Υποπτος υπόθεσις. Κάτι κρύβει. Και ίσως θα ενθυμείστε ότι απ’ αυτό το βήμα εγώ είπα, “κύριοι συνάδελφοι γιατί ασχολείστε πώς βρέθηκαν οι καρτέλες; Ας ψάξουμε να βρούμε αν είναι γνήσιες. Αυτό είναι το ζητούμενο. Γιατί αν είναι γνήσιες τι σημασία έχει το πώς βρέθηκαν;”».
Αυτό το τελευταίο ταιριάζει γάντι σήμερα στην έρευνα Ντογιάκου για τις πληροφορίες που διέρρευσαν και όχι για το αν τα όσα καταγγέλλονται αληθεύουν.
Πηγή: efsyn.gr