Να παρακάμψει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που ρητώς ορίζουν την αποδέσμευση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Υπερταμείο (ΕΕΣΥΠ) και την ακύρωση της μεταβίβασης των μετοχών τους σε αυτό και κατά συνέπεια την επιστροφή τους στο Δημόσιο, επιχειρεί η κυβέρνηση.
Ύστερα από πολύμηνη αδράνεια καθώς οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο χωρις να υπάρχει το προηγούμενο διάστημα κάποια συμμόρφωση ή ρύθμιση, το υπουργείο Οικονομικών με την προσθήκη δύο άρθρων στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή από το υπουργείο Περιβάλλοντος κάνει ουσιαστικά ... μπαϊπάς στις αποφάσεις σημειώνοντας μεταξύ άλλων στην ανάλυση συνεπειών της ρύθμισης ότι δεν μπορεί να προβεί μονομερώς σε αυτήν την αλλαγή.
Στα άρθρα επισημαίνεται ότι οι μετοχές των δύο εταιριών είναι αμεταβίβαστες και ακατάσχετες και οποιαδήποτε απόφαση περί μεταβολής του μετοχικού κεφαλαίου τους δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού συμμετοχής της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. στις εταιρείες αυτές και απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας της επί του μετοχικού κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. «Απόφαση που τυχόν επιφέρει τις συνέπειες του προηγούμενου εδαφίου είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα», τονίζεται.
Ουσιαστικά ο τρόπος να ξεπεραστεί ο σκόπελος των αποφάσεων είναι το επιχείρημα ότι το Υπερταμείο ασκεί τα δικαιώματα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. για τις μετοχές που έχουν μεταβιβαστεί κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από τη γενική συνέλευση του μοναδικού μετόχου της Ε.Ε.Σ.Υ.Π., δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου.
Ωστόσο, ο διορισμός των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των εταιρειών αυτών δεν γίνεται αποκλειστικά από τη Γενική Συνέλευση της Ε.Ε.Σ.Υ.Π., δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από το Εποπτικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής, τα μέλη του οποίου δεν ορίζονται από το Ελληνικό Δημόσιο αλλά με συναπόφαση αυτού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Στην προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι η μεταβίβαση προς την Ε.Ε.Σ.Υ.Π. Α.Ε. των μετοχών των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε., κυριότητας του ελληνικού Δημοσίου, θεωρείται σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες, ενώ κρίνεται σκόπιμο να θεωρηθούν ως έγκυρες και σύννομες οι πράξεις και αποφάσεις των δύο εταιρειών που έχουν ληφθεί μετά τη μεταβίβαση των μετοχών τους από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ, καθώς και οι πράξεις και αποφάσεις του Υπερταμείου ως προς τη διοίκηση και διαχείρισή τους.
Να σημειωθεί ότι με τις αποφάσεις του ΣτΕ ειχε κριθεί ότι για την διασφάλιση της παροχής εκ μέρους των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. προς το κοινωνικό σύνολο, το οποίο εξυπηρετούν, υψηλής ποιότητας υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης με χαρακτηριστικά συνέχειας, επάρκειας, υγιεινής και προσιτής τιμής, απαιτείται η εποπτεία και ο έλεγχος του Δημοσίου επί των εταιρειών αυτών, ως δημοσίων επιχειρήσεων, να εκδηλώνεται με την κατοχή εκ μέρους του άμεσα της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου απευθείας και όχι έμμεσα μέσω της εταιρείας Ε.Ε.Σ.Υ.Π., έστω και αν το Δημόσιο αποτελεί το μοναδικό μέτοχό της.
Και τούτο, διότι κατά το σκεπτικό των ως άνω αποφάσεων, αφενός η λειτουργία της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. εξυπηρετεί πρωτίστως ταμειακούς και ταμιευτικούς σκοπούς και αφετέρου ο διορισμός των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των εταιρειών αυτών, όπως αναφέρθηκε, δε γίνεται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δημόσιο.Με αυτόν τον τρόπο ελέγχου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ κρίθηκε ότι διασφαλίζεται η παροχή στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σημασίας και εν προκειμένω υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στους κατοίκους της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών και την προτεινόμενη ρύθμιση, αυτό, πάντως, δεν αποτελεί εμπόδιο για το νομοθέτη στο να επιλέξει ένα διαφορετικό τρόπο ελέγχου από το κράτος των υπόψη εταιρειών, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος αυτός διασφαλίζει στον ίδιο βαθμό με τον υιοθετούμενο από τις δικαστικές αυτές αποφάσεις, την παροχή προς το κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης με τα ίδια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία επιβάλουν οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις.
Άλλωστε επισημαίνεται ότι «η σύσταση της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. και η μεταβίβαση προς αυτήν εκ μέρους του Δημοσίου της πλειοψηφίας των μετοχών των εταιρειών που αυτό διατηρούσε στην ιδιοκτησία του με σκοπό την ιδιωτικοποίησή τους, αποτελεί διεθνή υποχρέωση της χώρας νομοθετικά θεσμοθετημένη με τις διατάξεις των ν. 4336/2015 από την οποία (υποχρέωση) δεν μπορεί να υπαναχωρήσει μονομερώς».
Όσο για τις παρεχόμενες προς τους πολίτες υπηρεσίες αναφέρεται πως δεν έχει διαφοροποιηθεί ο κοινωνικός ρόλος των εταιρειών, δηλαδή το να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο των περιοχών, στις οποίες δραστηριοποιούνται, υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης με χαρακτηριστικά συνέχειας, επάρκειας, υγιεινής και προσιτής τιμής.
Προς επίρρωση του επιχειρήματος αυτού προσθέτουν πως ο τρόπος διοίκησης της Ε.Ε.Σ.Υ.Π. έχει υβριδικά χαρακτηριστικά κυρίως λόγω της συγκρότησης και των αρμοδιοτήτων του Εποπτικού Συμβουλίου που περιορίζει τις αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης και συνιστά απόκλιση από τη νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών και εταιρικής διακυβέρνησης.
Γι' αυτό και οι προτεινόμενες διατάξεις αίρουν την η απόκλιση αυτή και θα ισχύουν οι γενικοί κανόνες λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών που καθορίζουν τις αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης.
Οι εργαζόμενοι
Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι, οι οποίοι ήδη με πρόσφατες ανακοινώσεις τους έκαναν λόγο για μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και άρνηση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΣτΕ, εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει αδυναμίες.
Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Αλεξανδράκης, εκπρόσωπος των εργαζομένων στο Δ.Σ. της ΕΥΔΑΠ και μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ: «Πρόκειται για ένα νομικό κατασκεύασμα, το οποίο παρακάμπτει την απόφαση ΣτΕ, ευτελίζει τη Δικαιοσύνη και το δημοκρατικό πολίτευμα και ο μοναδικός λόγος που προωθείται είναι για να υπάρχει μια προσωρινή διατήρηση της εταιρίας στο Υπερταμείο με τελικό στόχο να εξαϋλωθούν τα ταμειακά διαθέσιμά της».
Οι εργαζόμενοι άλλωστε δεδομένων των καθυστερήσεων της κυβέρνησης πριν τη νομοθετική πρόταση είχαν ήδη προσφύγει στην Επιτροπή Συμμόρφωσης του ΣτΕ για το ζήτημα και η υπόθεση έχει προγραμματιστεί να συζητηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου.
Πηγή: ethnos.gr