Το Ταμείο παραμένει αμετακίνητο από τις γνωστές θέσεις του, όπως δείχνει η έκθεσή του για την Ελλάδα, που συζητείται σήμερα στο Δ.Σ. του – Αμφιλεγόμενες προβλέψεις στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους
Το ΔΝΤ εμμένει σε εξαιρετικά δυσοίωνες προβλέψεις για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθεί να θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο μετά το 2032 και κλείνει τα μάτια μπροστά στη θεαματική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από την περυσινή έκθεση του Ταμείου μέχρι σήμερα, καταλήγοντας σε μια αμφιλεγόμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA), όπως επισημαίνουν στο protothema.gr πηγές με γνώση του κειμένου. «Γενικότερα, η έκθεση έχει το βλέμμα στραμμένο περισσότερο προς τα πίσω, παρά προς το μέλλον», σχολιάζουν οι ίδιες πηγές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στην έκθεση των Ευρωπαίων θα διαπιστώνεται σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και θα υπάρχουν πιο αισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξή του σε σύγκριση με τις αρχές του έτους, αντιθέτως στην έκθεση του ΔΝΤ το δυσμενές σενάριο για την πορεία του χρέους έχει αναθεωρηθεί επί τα χείρω συγκριτικά με την προηγούμενη ανάλυση του Ταμείου πριν από ένα χρόνο. Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr, στη νέα έκθεση του Ταμείου εμφανίζονται αδικαιολόγητα φουσκωμένες οι προβλεπόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για τόκους. Και όλα αυτά παρότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν κάνει θεαματική βουτιά, η χώρα απέκτησε ξανά ομαλή πρόσβαση στις αγορές και υλοποιήθηκαν αποδοτικές πρωτοβουλίες μείωσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, μείωση του στοκ των εντόκων γραμματίων κ.λπ.).
Το Ταμείο εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι μετά το 2032 η βιωσιμότητα του χρέους θα εξαρτηθεί από το ύψος των επιτοκίων και της ανάπτυξης, η οποία θεωρεί ότι μεσομακροπρόθεσμα θα είναι ισχνή –μόλις 0,9%–, γι’ αυτό θα απαιτηθεί νέα παρέμβαση των Ευρωπαίων για ελάφρυνση του χρέους. Όσον αφορά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020, η πρόβλεψη του ΔΝΤ κινείται στην περιοχή του 2%, έναντι 2,3% στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Κομισιόν και 2,8% στον νέο κρατικό προϋπολογισμό.
Το κεντρικό πνεύμα των στελεχών του Ταμείου έχει ήδη φανεί από τη δήλωση συμπερασμάτων της αποστολής του στην Αθήνα, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27 Σεπτεμβρίου. Σε αυτή αναφερόταν ότι «θα χρειαστεί ακόμα μιάμιση δεκαετία μέχρι να φθάσει το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στα προ κρίσης επίπεδα» και γίνονταν συστάσεις για περικοπή των συντάξεων, μείωση του αφορολογήτου ορίου, οριστικό τέλος σε ρυθμίσεις οφειλών και μέτρα προστασίας της Α΄ κατοικίας, δραστική μείωση των κόκκινων δανείων κ.λπ. Επίσης επικρινόταν η ανατροπή μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, ιδίως στα εργασιακά (αύξηση κατώτατου μισθού κ.ά). Στον αντίποδα, το ΔΝΤ υπογραμμίζει την ανάγκη να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα στα επίπεδα του 1,5%-2% του ΑΕΠ, έναντι 3,5% του ΑΕΠ που ισχύει μέχρι το 2022.
Η απάντηση της Ελλάδας
Στην έκθεση του άρθρου 4 θα ενσωματωθεί και η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης διά του εκπροσώπου της χώρας μας στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, καθηγητή Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. Ο κ. Ψαλιδόπουλος έδωσε το στίγμα της αντίδρασης της κυβέρνησης στη συνέντευξή του στο ΘΕΜΑ της 3ης Νοεμβρίου, όπου κατέρριψε με επιχειρήματα την εμμονή για μείωση του αφορολογήτου ορίου και υπογράμμισε πως η επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
«Το πρόβλημα του φόρου εισοδήματος συνίσταται στο ότι κατά 80% πληρώνεται από μισθωτούς και συνταξιούχους. Αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες δεν συμβάλλουν σύμφωνα με τα εισοδήματά τους, ενώ οι εφοπλιστές συμβάλλουν με οικειοθελή παροχή, λόγω συνταγματικής πρόβλεψης. Πώς γίνεται ένα τέτοια σύστημα ποιο αντιπροσωπευτικό υπό τις παρούσες συνθήκες; Οι ειδικοί λένε ότι η μείωση του αφορολόγητου θα οδηγήσει σε περισσότερη φοροδιαφυγή, δήλωση ακόμα χαμηλότερου εισοδήματος από τους φοροαποφεύγοντες, χαμηλότερου από το όποιο νέο κατώτατο όριο.