Στη Βουλή υποβλήθηκε η Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζας της Ελλάδος από τον διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα - Προβλέπει ανάπτυξη άνω του 1,9% φέτος και 2,4% το 2020 - Προτροπή στην κυβέρνηση να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις, θετικές οι προοπτικές για την οικονομία
Η κεντρική τράπεζα αναθεώρησε επί τα βελτίω την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη την προσεχή χρονιά, που περιοριζόταν στο 2,1% στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής του περασμένου Ιουλίου. Για το 2019 σημειώνει ότι, με βάση τα νέα εθνικολογιστικά στοιχεία του ΑΕΠ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα προσφάτως από την ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία δεν έχουν ληφθεί υπόψη από το Ευρωσύστημα, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2019 αναμένεται να είναι ισχυρότερος από το 1,9%.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, ενώ πιστώνει στην κυβέρνηση «ένα δυναμικό ξεκίνημα» και την εφαρμογή ενός «ευρύτατου προγράμματος μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών, εστιάζοντας στην επανεκκίνηση ήδη εγκεκριμένων εμβληματικών επενδυτικών έργων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας». Συνιστά, όμως, «να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους». Όπως αναφέρεται, κάτι τέτοιο θα βοηθήσει, μεταξύ άλλων, στην επιτάχυνση των επενδύσεων, την αναβάθμιση του αξιόχρεου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη συμπερίληψή τους στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με την έκθεση, «η μεταρρυθμιστική προσπάθεια έχει ήδη αποδώσει καρπούς, καθώς έχει οδηγήσει στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και έχει γίνει δεκτή με θετικά σχόλια από τους διεθνείς επενδυτές και τους Ευρωπαίους εταίρους. Η αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχύσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα συμβάλουν στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και μέσω αυτής την ανταγωνιστικότητα και το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αντισταθμίζοντας έτσι τις επιπτώσεις των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης».
Σημαντική άνοδος των επενδύσεων την επόμενη διετία
Η ΤτΕ περιμένει σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων την προσεχή διετία και χαρακτηρίζει θετική εξέλιξη την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», που θα συμβάλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλα μέτρα.
Η σημαντική τόνωση των επενδύσεων εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί χάρη στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, τη σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, την επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και, κυρίως, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων. «Επιπλέον, θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη ψήφιση του επενδυτικού νόμου και οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2020, αναμένεται ότι θα συντείνουν στη χρηματοδότηση νέων παραγωγικών επενδύσεων», σημειώνει η κεντρική τράπεζα.
Η λιτότητα παραμένει
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει και ότι «η υιοθέτηση και η πρόθεση ταχείας υλοποίησης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση έχει αμβλύνει προηγούμενους κινδύνους που συνδέονταν με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και το ενδεχόμενο ακύρωσής τους». Ωστόσο, τονίζει παράλληλα ότι η οικονομία μας «εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης».
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, «κλειδιά» για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι «η αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ψηφίστηκαν και η διεύρυνση του πεδίου των μεταρρυθμίσεων, ώστε αυτό να συμπεριλάβει την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, τη διευθέτηση των δικαιωμάτων χρήσης γης, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και τη ριζική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Κίνδυνοι από το εξωτερικό
«Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό περιβάλλον», σημειώνει ο κ. Στουρνάρας και προσθέτει: «Ειδικότερα, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου εμπορίου εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη σύναψη συμφωνίας, μια απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και ενδεχόμενη αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης».
Αναφορικά με το εγχώριο περιβάλλον, η έκθεση αναφέρει ότι «το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της ανάκαμψης εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος ενέχει τον κίνδυνο να επέλθει μεταρρυθμιστική κόπωση και να καθυστερήσει η εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιθέτως, η ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η άμεση ή/και έμμεση μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και η ταχύτερη του αναμενομένου αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθιστούν πιθανή μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση για την οικονομική ανάπτυξη».
Βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών και ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «το εννεάμηνο του 2019 τα καθαρά έσοδα (λειτουργικά έσοδα μείον λειτουργικά έξοδα) εμφάνισαν άνοδο και τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν σημαντικά έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2018. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,9% και 16,9% αντίστοιχα)».
Η ΤτΕ χαρακτηρίζει θετική εξέλιξη την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», συμπληρώνοντας ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε 71,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 10,6 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 36 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το εννεάμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και διαγραφές. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (42,1%).
Η έκθεση παρατηρεί ότι «θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα» και προσθέτει: «Παρ’ όλα αυτά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Επίσης, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν πολύ περιορισμένες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ακόμη καθαρές ροές νέων ΜΕΔ».
Προκλήσεις
Για άλλη μια φορά η ΤτΕ επισημαίνει ότι η χώρα μας «καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων την προσεχή περίοδο, οι οποίες επιβαρύνουν τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας». Όπως αναφέρει, «οι προκλήσεις αυτές αφορούν: το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά βεβαίως τη σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητάς του, που θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup από το 2012 έως το 2018), το οποίο δημιουργεί αβεβαιότητα σε μακροπρόθεσμη βάση (μετά το 2032) στην περίπτωση εξωγενών κλυδωνισμών, τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας, το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης, και τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».
Προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων
Προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι από την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές προκλήσεις, η ΤτΕ προτείνει τις ακόλουθες 6 παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα. Πέραν της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής», θα πρέπει να εξεταστούν και άλλα σχήματα, όπως αυτό που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση είναι επίσης ο εκσυγχρονισμός και η εναρμόνιση των καθεστώτων αφερεγγυότητας και πτώχευσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
2ον Η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 -σε συνεννόηση και συμφωνία με τους εταίρους- στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Σε συνδυασμό με την υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν θα υπονόμευε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
3ον Η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλ. της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
4ον Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
5ον Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (“brain regain”). Στο πλαίσιο αυτό, θετική επίδραση αναμένεται να έχει το πρόγραμμα «Rebrain Greece» που πρόσφατα ανακοίνωσε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για το εξειδικευμένο προσωπικό που θα επιλέξει τον επαναπατρισμό.
6ον Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ενδεικτικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση.
«Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις εστιάσουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου, της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και της αποτελεσματικότητας της διοίκησης καθώς και στον έλεγχο της διαφθοράς», καταλήγει η ΤτΕ.