Η επιχειρηματική δραστηριότητα και τα αγροτικά είναι η τρίτη στη σειρά εισοδηματική πηγή από πλευράς κατανομής επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος
Αντιμέτωποι με την εφορία θα έρθουν μέσα στις επόμενες ημέρες χιλιάδες φορολογούμενοι, καθότι θα πρέπει να εκπληρώσουν μια σειρά υποχρεώσεων, οι οποίες «τρέχουν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τις 30 Αυγούστου οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα κληθούν να καταβάλουν την 5η δόση του ΕΝΦΙΑ, μέχρι την ίδια ημέρα θα πρέπει να αποδοθεί η 2η δόση του φόρου εισοδήματος τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τα νομικά πρόσωπα.
Οι δύο παραπάνω υποχρεώσεις είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν και πλήθος άλλων μέχρι και το τέλος του 2024.
Από εκεί και πέρα, μέχρι τις 30/8/2024 θα πρέπει να υπάρξει η καταβολή του τέλους παρεπιδημούντων για τον Ιούλιο του 2024, η δήλωση φόρου μερισμάτων και ποσοστών (bonus) για τον Ιούλιο του 2024, όπως και η δήλωση ΦΠΑ του Ιουλίου από τις επιχειρήσεις.
Και οι βασικές εκκρεμότητες δε σταματούν εκεί. Λίγες ημέρες μετά και συγκεκριμένα στις 2 Σεπτμβρίου, θα πρέπει να υλοποιηθεί η δήλωση απόδοσης παρακρατούμενων Φόρων από μισθωτή εργασία, αλλά και η υποβολή δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας.
Την ίδια ημέρα, θα πρέπει να συμβεί και η δήλωση και απόδοση φόρου άρθρων 64 & 69 ΚΦΕ, όπως και το τέλος ανθεκτικότητας για ειδικά στοιχεία (07/2024).
Τι δήλωσαν οι Έλληνες
Πέρυσι (το 2023 για εισοδήματα του 2022) επί συνόλου 9.017.477 φορολογουμένων (ΑΦΜ) τα φορολογητέα εισοδήματα είχαν ανέλθει συνολικά στα 97,56 δισ. ευρώ. Τα φορολογικά βάρη όμως σήκωσαν λίγοι.
Με βάση στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΑΑΔΕ:
-το 50% των φορολογουμένων είχαν ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 7.680 ευρώ (δηλαδή κάτω από 640 ευρώ το μήνα) και μόλις 10% έχει εισόδημα πάνω από 20.842 ευρώ (ή 1.737 ευρώ το μήνα).
– το 50% των φορολογουμένων πλήρωσε φόρο έως 90 ευρώ ετησίως, ενώ 10% κλήθηκε να καταβάλει φόρο πάνω από 2.607 ευρώ.
– οι Μισθοί & Συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια (71,5%), όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών / συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.
Η κατανομή
Μέχρι πέρυσι, με βάση την έκθεση που εκπόνησε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την καλύτερη παρακολούθηση της φορολογικής πολιτικής, προκύπτει ακόμα ότι:
- Το 80% από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα που πέρυσι (77,6 από τα 97,5 δισ. ευρώ) προέρχεται από εισοδήματα εργασίας, δηλαδή μισθοί-συντάξεις, επιχειρήσεις, αγροτικά.
- Το 15% ή 14,6 δισ. ευρώ από πηγές κεφαλαίου (ακίνητα, μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου)
- Στα ποσά αυτά προστίθενται και 5,2 δισ. ευρώ ως διαφορά τεκμηρίων.
- Ο μέσος φορολογικός συντελεστής για το 2023 ανήλθε σε 10,41%.
- Οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια ήτοι 69,793 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 71,5% επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.
- Η αμέσως επόμενη κατηγορία από πλευράς φορολογητέου εισοδήματος είναι το εισόδημα από ακίνητα που ανέρχεται σε 7,948 δισ. ευρώ και σε ποσοστό 8,1%, όπου το 90% των φορολογουμένων της κατηγορίας αυτής έχουν κάτω από 9.597 ευρώ ετήσιο φορολογητέο εισόδημα.
Επιχειρηματική δραστηριότητα
Αξίζει να σημειωθεί πως τα εισοδήματα από την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα αγροτικά είναι η τρίτη στη σειρά εισοδηματική πηγή από πλευράς κατανομής επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος καθώς ανέχονται σε 6,968 δισ. ευρώ και σε ποσοστό το 7,1%.
Σε επίπεδα παρόμοια με τα εισοδήματα από τις επιχειρήσεις και τα αγροτικά είναι τα ποσά που δηλώνονται από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα και υπεραξία κεφαλαίου καθώς φθάνουν τα 6,695 δισ. ευρώ και σε ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος το 6,8%.
Το φορολογητέο εισόδημα που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετούν σε πλοία του εμπορικού ναυτικού είναι τελευταίο στην κατάταξη με βάση την εισοδηματική πηγή καθώς δεν ξεπερνά τα 900 εκατ. ευρώ ή το 0,9% του συνόλου.
Πηγή: ΟΤ