Το Ταμείο χαρακτηρίζει την αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία έγκαιρη και αποτελεσματική, με αποτέλεσμα η οικονομία να εμφανίσει αξιοσημείωτη αντοχή και θετικές προοπτικές
Σημειώνεται ότι τον Απρίλιο το ΔΝΤ στην Έκθεση του (World Economic Outlook) προέβλεπε ότι φέτος η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,8% μετά από την μείωση του ΑΕΠ κατά 8,2% το 2020. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά προγράμματα στην Ε.Ε για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και την ανακούφιση επιχειρήσεων και εργαζομένων που έχουν πληγεί από αυτήν.
Όσον αφορά στη δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων που εφαρμόζει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, το ΔΝΤ προβλέπει για φέτος ότι το πρωτογενές έλλειμμα του Προϋπολογισμού θα φθάσει το 7,2% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η χώρα με τη βοήθεια των πόρων που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης θα εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο. Η μεγέθυνση της οικονομίας, σε συνδυασμό με την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης και τη μείωση της φορολογίας μαζί με την αναβάθμιση τής πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε investment grade θα συμβάλλουν μεταξύ άλλων στην περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων και τη βελτίωση της βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους.
Ωστόσο, όπως αναφέρει το ΔΝΤ, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη βελτίωση του μίγματος των δαπανών που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό. Βραχυπρόθεσμα, αυτό συνεπάγεται την αντιμετώπιση των κενών που υπάρχουν στο σύστημα του Εγγυημένου Ελάχιστου Εισοδήματος, ενώ η στήριξη θα πρέπει να στραφεί από τη διατήρηση θέσεων εργασίας σε στοχευμένη στήριξη εισοδήματος και επανένταξης των εργαζομένων.
Για τις εξελίξεις στο τραπεζικό τομέα, το ΔΝΤ καλωσορίζει την επέκταση του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής 2” για την περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων.
Ενθαρρύνει ωστόσο την κυβέρνηση να εξετάσει συμπληρωματικά μέτρα, όπως την πρόταση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη δημιουργία κακής τράπεζας (asset management company).
Και τούτο διότι όπως υποστηρίζει στην περίπτωση που εμφανιστούν διαχειριστικές δυσκολίες, οι οποίες συνδέονται κατά κύριο λόγο με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, το υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενης φορολογίας στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.