Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Fed θεωρούν ότι το φαινόμενο είναι παροδικό - Ο πληθωρισμός εμφανίστηκε όταν οι οικονομίες ξανάνοιξαν μετά την καραντίνα, τα εργοστάσια δεν μπορούσαν να καλύψουν τη ζήτηση, έλειπαν οι πρώτες ύλες, η προσφορά αγαθών διαταράχθηκε κι έτσι οι τιμές αυξήθηκαν
Ο πληθωρισμός είναι ένας οικονομικός δείκτης που μετρά την αύξηση των τιμών σε ένα καλάθι αγαθών και υπηρεσιών, αλλά η επάνοδός του προκαλεί ανησυχία όχι μόνο γιατί ακριβαίνει το «καλάθι της νοικοκυράς» -κάτι που από μόνο του δημιουργεί κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα-, αλλά και επειδή, εάν επιμείνει, μπορεί να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε αυξήσεις επιτοκίων, χρεοκοπίες, ακόμα και σε ένα παγκόσμιο χρηματιστηριακό κραχ.
Ερευνες από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οπότε ο πληθωρισμός ήταν το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας (είχε ξεπεράσει το το 25% στην Ελλάδα το 1974), είχαν δείξει ότι μία μονάδα αύξησης του πληθωρισμού μειώνει τη μέση αίσθηση ευημερίας της κοινωνίας όσο και μια αύξηση της ανεργίας κατά 0,6%. Και αυτές οι μετρήσεις έγιναν σε μια περίοδο κατά την οποία οι μισθοί αυξάνονταν, μέσα από συλλογικές συμβάσεις και κυβερνητικές παρεμβάσεις, καλύπτοντας ένα μέρος της απώλειας αγοραστικής δύναμης.
Σήμερα οι τιμές ανεβαίνουν, αλλά οι μισθοί μένουν στάσιμοι, καθώς η διαπραγματευτική δύναμη της εργαζόμενης μεσαίας τάξης χάνεται μέσα στον ωκεανό της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής μηχανής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε τον περασμένο Αύγουστο κατά 1,9% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 91%, το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 28,9% και τα καύσιμα κατά 17,4%. Μεγάλες ανατιμήσεις καταγράφονται και σε βασικά τρόφιμα, όπως τα νωπά λαχανικά (21,5%), το αρνί και το κατσίκι (21,5%) κ.ά. Ανοδικά κινήθηκαν επίσης οι τιμές των ψαριών (8%), του ελαιολάδου (7,1%), των πουλερικών (4,5%), των τυριών (3,4%) κ.ά.
Καθώς οι τιμές των χρηματιστηριακών πρώτων υλών για τρόφιμα (δημητριακά, ζάχαρη κ.λπ.) έχουν αυξηθεί παγκοσμίως, εκτιμάται ότι το επόμενο διάστημα θα επηρεαστούν ανοδικά και τυποποιημένα αγαθά στο ράφι του σούπερ μάρκετ, ενώ μεγάλη ανησυχία δημιουργούν οι αυξήσεις στην ενέργεια - ειδικά στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος εν όψει του χειμώνα.
Επιπλέον, στη σημερινή συγκυρία το πρόβλημα είναι ότι εάν ο πληθωρισμός επιμείνει και οι κεντρικές τράπεζες αναγκαστούν να παρέμβουν για να αναχαιτίσουν την αύξησή του, θα πρέπει να σταματήσουν τη στήριξη της οικονομίας που πραγματοποιούν με τις μαζικές αγορές ομολόγων («τύπωμα χρήματος») και να αυξήσουν τα επιτόκια. Είναι η λεγόμενη «διευκολυντική» ή χαλαρή νομισματική πολιτική, την οποία οι κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν σχεδόν αδιάλειπτα τα τελευταία χρόνια για να στηρίξουν την οικονομία με ρευστότητα και να αποτρέψουν τη στασιμότητα και την ύφεση.
Σφιχτή πολιτική
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, που είναι επιφορτισμένες πρωτίστως με τον έλεγχο του πληθωρισμού, προς το παρόν δεν ανησυχούν. Η κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι το φαινόμενο είναι παροδικό και θα εκτονωθεί σύντομα, με αποτέλεσμα να μη χρειάζονται ανατροπές στη νομισματική πολιτική.
Την περασμένη εβδομάδα μάλιστα η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε ότι η τράπεζα θα συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία με αγορές ομολόγων, παρόλο που θα μειώσει ελαφρά τον ρυθμό των παρεμβάσεων (από αγορές ομολόγων 80 δισ. ευρώ τον μήνα θα πέσει στα 70 δισ. ευρώ).
Αλλά και η Fed έχει επανειλημμένως «δείξει» ότι θεωρεί την αύξηση του πληθωρισμού παροδική και δεν σκοπεύει να σταματήσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι οι κεντρικές τράπεζες βλέπουν τις οικονομίες να ανακάμπτουν με ρυθμό πολύ καλύτερο απ’ ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί, αλλά και τις τιμές να ανεβαίνουν υψηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Τα γεράκια
Στο εσωτερικό δε της ΕΚΤ, αλλά και της Fed, υπάρχουν διαφωνίες, καθώς οι υπέρμαχοι της σκληρής νομισματικής πολιτικής, τα λεγόμενα «γεράκια», επικαλούνται τις πληθωριστικές πιέσεις για να ζητήσουν παύση του χρήματος που «τυπώνεται» και αργότερα αύξηση επιτοκίων. Σχετικές παρεμβάσεις έχουν κάνει ορισμένα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν.
Ακόμα όμως και όσοι συμφωνούν αναφορικά με τον χρόνο αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, διαφωνούν σε ό,τι αφορά τον τρόπο. Εξ ου και εμφανίζονται δύο σενάρια: το πρώτο είναι ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν προτού βελτιωθούν. Τi σημαίνει αυτό; Θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα κλιμακούμενο κύμα ακρίβειας. Το δεύτερο σενάριο είναι ότι ο πληθωρισμός θα πιάσει γρήγορα ταβάνι και σταδιακά θα πέσει, οπότε θα ξεπεραστεί σύντομα και αυτή η κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που φαίνεται βέβαιο είναι ότι ο ερχόμενος χειμώνας θα είναι δύσκολος. Το πρόβλημα του πληθωρισμού εμφανίστηκε από τη στιγμή που οι οικονομίες άρχισαν να ξανανοίγουν μετά τις καραντίνες. Τα εργοστάσια παραγωγής σε όλο τον κόσμο, τα οποία είχαν κλείσει ή είχαν περιορίσει την παραγωγή τους λόγω κορωνοϊού, βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε παραγγελίες που δεν μπορούσαν να καλύψουν. Είναι το λεγόμενο «σοκ προσφοράς» που με απλά λόγια σημαίνει ότι η προσφορά αγαθών διαταράχθηκε, καθώς τα εργοστάσια δεν μπορούσαν να παράγουν, επειδή έλειπαν πρώτες ύλες, επειδή οι εργαζόμενοι ήταν σε καραντίνα, επειδή δεν λειτουργούσαν οι μεταφορές για να παρέχουν υλικά και τελικά προϊόντα ή για όλους τους παραπάνω λόγους μαζί. Oταν η προσφορά δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση, οι τιμές αυξάνονται -και τούτο συνέβη σε βαθμό που εξέπληξε τους πάντες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βιομηχανική δραστηριότητα στην Κίνα. Για πρώτη φορά σημείωσε συρρίκνωση τον Αύγουστο που μας πέρασε. Η πανδημία περιόρισε την προσφορά πρώτων υλών και ανέβασε τις τιμές τους, επιβαρύνοντας τις τελικές.
Το ίδιο συμβαίνει στις μονάδες παραγωγής στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα και στην Ταϊβάν. Οι ελλείψεις σε μικροτσίπ, τα οποία είναι απαραίτητα για σχεδόν κάθε ηλεκτρική συσκευή, οδήγησαν στο κλείσιμο εργοστασίων στις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα την αύξηση τιμών σε προϊόντα και στον χώρο της τεχνολογίας. Ετσι, ένας υπολογιστής, μία σκούπα, ένα τηλέφωνο, ακόμα και ένα πιστολάκι μαλλιών θα κοστίζουν ακριβότερα απ’ ό,τι πριν από την πανδημία.
Η μετάλλαξη «Δέλτα» προκάλεσε περαιτέρω προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού για τους μεγαλύτερους κατασκευαστές του κόσμου, πολλοί από τους οποίους βασίζονται σε ανταλλακτικά και ημιαγωγούς που κατασκευάζονται σε χώρες χαμηλού κόστους, όπως είναι η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ και η Μαλαισία. Τα πράγματα είναι τόσο εύθραυστα που ενδέχεται η ΝΑ Ασία να δυσκολευτεί να παραμείνει παγκόσμιος κόμβος παραγωγής, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, κολοσσοί όπως η GAP και η Nike ζητούν από τον Λευκό Οίκο να δωρίσει περισσότερα εμβόλια στο Βιετνάμ. Αυτό και μόνο αποδεικνύει την ανησυχία για τη λειτουργία των εργοστασίων τους που βρίσκονται εκεί. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, οι οποίες κάποτε θεωρούνταν κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης καθυστερούν τις προηγμένες οικονομίες, με αποτέλεσμα και αυτές να δυσκολεύονται να ανακάμψουν από το πλήγμα της πανδημίας.
Από την άλλη πλευρά, καθώς οι καταναλωτές άρχισαν να βγαίνουν από την καραντίνα πυροδότησαν τη ζήτηση, η οποία είχε συμπιεστεί, με αποτέλεσμα η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης να μεγαλώνει και η πίεση στις τιμές να εντείνεται ακόμα περισσότερο. Η ζήτηση ενισχύεται και από τα μέτρα στήριξης έριξαν πρόσθετο χρήμα στην αγορά.
Κοκτέιλ μολότοφ
Το «κοκτέιλ μολότοφ» του πληθωρισμού ενισχύθηκε για δύο πρόσθετους λόγους. Αφενός το κόστος των διεθνών μεταφορών εκτοξεύτηκε στα ύψη, με τους ναύλους να αυξάνονται θεαματικά, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το «σοκ της προσφοράς» και ανεβάζοντας τις τιμές. Το κόστος για τη μεταφορά ενός κοντέινερ από την Ασία στην Ευρώπη αυξήθηκε από 2.000 δολάρια πέρυσι τον Αύγουστο σε πάνω από 12.000 δολάρια φέτος, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στους «Financial Times».
Το δεύτερο πρόβλημα, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό και στην Ελλάδα, είναι η αύξηση του ενεργειακού κόστους, καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου πήραν κι αυτές την ανηφόρα, πιέζοντας προς τα πάνω την τελική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο με τη σειρά του επιβαρύνει το κόστος παραγωγής των περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών.
Η ζήτηση για το φυσικό αέριο, που αποτελεί πλέον το βασικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είχε πέσει σε ιστορικά χαμηλά το 2020. Εκτοτε έχει εκτοξευτεί λόγω της αυξημένης ζήτησης ενέργειας που προκαλεί η λήξη της καραντίνας, αλλά και λόγω των ευρωπαϊκών αποφάσεων για στροφή σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Οι αποφάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ανατίμηση των δικαιωμάτων ρύπων που πληρώνουν οι παραγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα το κόστος του ηλεκτρισμού να ανέβει κατακόρυφα.
Υπολογίζεται ότι στην Ευρώπη το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθεί κατά μέσον όρο τουλάχιστον κατά 20%-25%.
Η εικόνα είναι ίδια παντού. Ο καταναλωτής στην Ισπανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία και σε κάθε γωνιά του πλανήτη έχει βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλες αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Δεν έχει σημασία αν ατενίζει τον Πύργο του Αϊφελ, την Ακρόπολη ή τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ειδικά εκεί, οι τιμές καταναλωτή σημείωσαν άλμα 5,4% καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση από τον Αύγουστο του 2008. Η ουσία είναι ότι ο καταναλωτής στενάζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, στο βενζινάδικο και στη θέα του λογαριασμού ρεύματος.
Ακρίβεια στα βιομηχανικά είδη της τάξεως του 9,3%. Αυξήσεις στην τιμή του καφέ κατά 60%, του φυσικού αερίου έως 80%, του πετρελαίου 40%, της ηλεκτρικής ενέργειας 30%, ενώ ακολουθούν τα εγχώρια προϊόντα, κυρίως τα τρόφιμα.
Εξάλλου, με τον περιορισμό της προσφοράς σίτου από μεγάλους διεθνείς παραγωγούς, προϊόντα μαζικής κατανάλωσης όπως το ψωμί και τα ζυμαρικά ακριβαίνουν για τις χώρες που τα εισάγουν. Εκτός από τη μείωση της προσφοράς, οι κανονισμοί για τις εξαγωγές που επιβάλλονται από χώρες όπως η Ρωσία και η Λευκορωσία συμβάλλουν επίσης στην εκτόξευση της τιμής του σίτου. Οι παγκόσμιες προμήθειες σιταριού συρρικνώνονται σε βασικούς εξαγωγείς όπως είναι η Ρωσία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως η ξηρασία και οι πλημμύρες. Ενδεικτική η πιο πρόσφατη εκτίμηση για την παγκόσμια προσφορά σίτου, η οποία από 16,8 δισεκατομμύρια τόνους έχει κατρακυλήσει σε 1,066 δισεκατομμύρια. Τα μακαρόνια, το ψωμί, οι φρυγανιές, τα δημητριακά και εκατοντάδες ακόμα προϊόντα ακριβαίνουν. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι τιμές των συσκευασμένων ζυμαρικών αυξήθηκαν κατά μέσον όρο 10% έως 20% λόγω της αύξησης των τιμών του σκληρού σίτου.
Θα αναρωτηθεί κανείς: γιατί ανεβαίνουν μέχρι και οι τιμές της σαλάτας; Τα εστιατόρια έκλεισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οπότε οι καλλιεργητές μαρουλιού ανά τον κόσμο άρχισαν να στέλνουν τα προϊόντα τους στα σούπερ μάρκετ. Τώρα ανοίγουν τα εστιατόρια, αλλά δεν έχουν μαρούλι επειδή διακόπηκε η αλυσίδα εφοδιασμού. Ετσι, αύξησαν τις τιμές της σαλάτας για να αναπληρώσουν τις μειωμένες ποσότητες. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι με αφορμή την πανδημία και τις συνέπειές της, οικονομικά εύρωστες χώρες προετοιμάζουν την αγροτική τους παραγωγή για να θωρακίσουν τη διατροφική τους αυτάρκεια.
Σαν να μην έφτανε η εκτόξευση της τιμής βασικών προϊόντων, οι περιορισμένες προμήθειες και η αυξημένη ζήτηση οδήγησαν τις τιμές της ενέργειας στα ύψη, προκαλώντας παγκόσμια ανησυχία για τον επερχόμενο χειμώνα. Στην Ευρώπη, οι τιμές των καυσίμων είναι στο υψηλότερο επίπεδο από την εμφάνιση της πανδημίας. Τα ισπανικά νοικοκυριά πληρώνουν περίπου 40% περισσότερα απ’ όσα πλήρωναν για ηλεκτρικό ρεύμα πριν από έναν χρόνο, καθώς η τιμή έχει υπερδιπλασιαστεί, προκαλώντας κύμα δυσαρέσκειας κατά των εταιρειών κοινής ωφέλειας.
Οι τιμές πετρελαίου
Η υψηλότερη από το αναμενόμενο ζήτηση και η περιορισμένη προσφορά πετρελαίου είναι «μια τέλεια καταιγίδα», δήλωσε ο Μάρκο Αλβέρα, διευθύνων σύμβουλος της Snam, της μεγαλύτερης εταιρείας φυσικού αερίου στο Μιλάνο. Οι βασικοί πετρελαιοπαραγωγοί αναγκάστηκαν να καθίσουν στο τραπέζι και να οδηγηθούν σε συμφωνία για περικοπή της παγκόσμιας παραγωγής κατά 10% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντί όμως τώρα να αυξήσουν την παραγωγή για να σταθεροποιήσουν τις τιμές, την κρατούν σταθερή, με αποτέλεσμα λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης οι τιμές να πιέζονται προς τα πάνω.
Οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται στην αύξηση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου, λιπασμάτων, αγροτικών προϊόντων και ηλεκτρικού ρεύματος δύσκολα αντιμετωπίζονται σε εθνικό επίπεδο. Και δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που βλέπουν με ιδιαίτερη ανησυχία τη σημερινή κατάσταση.
Το ερώτημα που πλανάται είναι πόσο θα διαρκέσει το σοκ που προκαλούν οι υψηλότερες από το αναμενόμενο αυξήσεις των τιμών. Οι σοβαρότερες σχετικές μελέτες φαίνεται να συνηγορούν στο ότι ακόμα και όταν η πανδημία τελειώσει ή τουλάχιστον υποχωρήσει η οικονομία θα αργήσει να επανακάμψει. Ακόμα και όταν καταλαγιάσει η υγειονομική κρίση, η καθημερινότητα θα παραμείνει δύσκολη. Ο κορωνοϊός, άλλωστε, έχει παράπλευρες και μακροχρόνιες οικονομικές επιπτώσεις
.
Οι αρχικές αισιόδοξες εκτιμήσεις για άμεση εξομάλυνση έχουν δώσει τη θέση τους σε νεότερες, πολύ λιγότερο αισιόδοξες. Το 2022 υποτίθεται ότι θα σηματοδοτήσει την επαναφορά στην κανονικότητα. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα χρειαστούν ένα με δύο χρόνια για να ξεπεραστεί η ακρίβεια. Τόσο προβλέπουν ότι θα είναι το διάστημα μέχρι η προσφορά να εξισορροπήσει πλήρως τη ζήτηση. Η προσφορά θα πρέπει να αυξηθεί σχεδόν κατά 50% ώστε να καλυφθεί η επιπλέον ζήτηση. Εξάλλου, συνεκτιμούν ότι εκτός από το προσωρινό πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της πανδημίας υπάρχουν και άλλοι μονιμότεροι παράγοντες που οδηγούν σε οικονομική αστάθεια: η κλιματική αλλαγή και η αυξημένη ανάγκη εισαγωγών από την Κίνα είναι κάποιοι από αυτούς. Οταν το 44% της παραγωγής σιταριού, το 43% ρυζιού, το 32% αραβοσίτου και το 17% της παραγωγής σόγιας κινδυνεύουν λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι τιμές σε αυτά τα προϊόντα δύσκολα θα υποχωρήσουν.
Εξάλλου, δεν λείπουν οι αναλυτές που βλέπουν στη σημερινή συγκυρία σημάδια μιας βαθύτερης αλλαγής στο οικονομικό υπόδειγμα, ακόμα κι αν τελικά η τρέχουσα πληθωριστική έξαρση αποδειχτεί παροδική. Γιατί; Επισημαίνουν το γεγονός ότι οι οικονομίες υιοθετούν το «πράσινο μοντέλο» σε μια περίοδο όπου οι τεχνολογίες δεν είναι ώριμες, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν τα κόστη παραγωγής, ενώ την ίδια στιγμή τελειώνει και η φθηνή παραγωγή στις ασιατικές χώρες, καθώς στην Κίνα και αλλού η μεσαία τάξη ωριμάζει και τα κόστη ανεβαίνουν.