Τις 181 από τις συνολικά 365 ημέρες του χρόνου εργαστήκαμε ώστε να είμαστε σε θέση να πληρώσουμε φόρους και εισφορές στο κράτος. Αυτό σημαίνει ότι η μισθοδοσία μας από την Πρωτοχρονιά μέχρι και την 1η ημέρα του Ιουλίου πρακτικά απορροφήθηκε ολόκληρη από την φορολογία. Εάν συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε θα έπρεπε να εργαστούμε μέχρι και σήμερα, 20 Ιουλίου, για να πληρώσουμε τι υποχρεώσεις προς το κράτος.
Η μελέτη για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας, διεξάγεται για 8η συνεχόμενη χρονιά στην Ελλάδα από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ) με στόχο να απεικονίσει με εύληπτο τρόπο τα φορολογικά βάρη των Ελλήνων. Δείχνει την ημέρα που οι Έλληνες φορολογούμενοι θα «απελευθερώνονταν» από το βάρος των φόρων, αν με τα χρήματα που κέρδιζαν από την εργασία τους έπρεπε, πριν καλύψουν τις δικές τους ανάγκες, να αποπληρώσουν πρώτα τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος.
Τα κύρια ευρήματα της φετινής μελέτης.
Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερο για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 εργαστήκαμε για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021: 3 Ιουλίου).
Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Αν συνυπολογίσουμε το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε το 2009 είχαμε τη μεγαλύτερη κατ’ ‘έτος αύξηση ημερών εργασίας για το κράτος (+19) μέχρι να φτάσουμε στο 2020 όπου η χαμηλή συγκομιδή φορολογικών εσόδων εξαιτίας της πανδημίας και η διατήρηση του ύψους των κρατικών δαπανών κατέληξε σε κατ’ ‘έτος αύξηση +43 ημερών.
Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται.
Για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας δήλωσε ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης: «Η φετινή έκθεση του ΚΕΦΙΜ, όπως και οι αντίστοιχες εκθέσεις άλλων οργανισμών και φορέων, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή τροχιά μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπής στην ιδεολογία και τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, επιλέγει στρατηγικά να απαντήσει στην παροδική αλλά πρωτόγνωρη διπλή κρίση, πόλεμο και πανδημία, και με φοροαπαλλαγές μόνιμου χαρακτήρα, ακριβώς για να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό μαζί βεβαίως με το εισόδημα, ιδίως των πιο ευάλωτων. Ο προσανατολισμός μας είναι αδιαπραγμάτευτος: όσο περισσότερο βελτιώνεται η οικονομία και αυξάνεται ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, τόσο περισσότερο θα μειώνουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ενεργοποιώντας έναν υγιή κύκλο παραγωγής και ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία».
«Παρά τις μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει εφαρμόσει η Κυβέρνηση είναι σαφές ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει. Οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεχίζουν να πληρώνουν κάθε χρόνο έναν πολύ ακριβό λογαριασμό στο κράτος, και παραμένουν απογοητευμένοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που αυτό τους επιστρέφει» σημείωσε ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας σχολιάζοντας τα φετινά πορίσματα.
Πηγή: ethnos.gr