Οικονομία

Ελληνική οικονομία: Τα 10+1 «καυτά» μέτωπα της ελληνικής οικονομίας μετά τις εκλογές

Ελληνική οικονομία: Τα 10+1 «καυτά» μέτωπα της ελληνικής οικονομίας μετά τις εκλογές

Η ακρίβεια, τα χρέη και τα «βαθιά« οικονομικά ζητήματα που χρήζουν λύσεων

«Καυτά» είναι τα μέτωπα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το οικονομικό επιτελείο της επόμενης κυβέρνησης μετά τις εκλογές, καθότι μια σειρά από κρίσιμα προβλήματα χρήζουν επίλυσης και μάλιστα -άμεσης- ορισμένα. Το βέβαιο είναι ότι τα όποια θέματα θα αντιμετωπιστούν υπό το πρίσμα της επαναφοράς των δημοσιονομικών κανόνων από το 2024, οι οποίοι είχαν «χαλαρώσει» κατά την πανδημία και θα παραμείνει έτσι μέχρι το τέλος του 2023. Άλλωστε, μέσα στο επόμενο διάστημα αναμένεται να καταλήξει η Κομισιόν στο νέο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Μεγάλο «στοίχημα» θα αποτελέσει και η άνοδος του ΑΕΠ, καθότι θα σκιαγραφήσει -μεταξύ άλλων – και το αναπτυξιακό πλαίσιο παάνω στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία.

Αντιμετώπιση ακρίβειας και πληθωρισμού

Κορυφαίο ζήτημα αποτελεί η αντιμετώπιση της ακρίβειας και του πληθωρισμού, κυρίως σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα, καθότι οι ανατιμήσεις τους κινούνται με 2ψήφιο ποσοστό για 13ο συνεχόμενο μήνα, ενώ βρίσκονται σε άνοδο για 22 μήνες, ροκανίζοντας τα εισοδήματα των πολιτών. Μπορεί η συμβολή του πληθωρισμού το 2022 ( 9,5%) να συνέβαλε να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, να μειώσει το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι ως απόλυτο μέγεθος που αυξήθηκε) , όμως η διατήρησή του σε επίπεδο πάνω από 4% θα προκαλέσει πολλά προβλήματα.

Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο που κατέθεσε η κυβέρνηση, 0 πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε 4,5% το έτος 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 2,4% το έτος 2024 και 2% τα έτη 2025 και 2026. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως θα κινηθεί στο 4,2% φέτος και στο 2,4% του χρόνου, παραμένοντας πάνω από το επίπεδο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Μισθοί και ΑΕΠ

Σημαντικό θέμα αποτελεί και η άνοδος του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να είναι πάνω από 2% για φέτος, ιδίως όταν φαίνεται πως τα πρώτα στοιχεία για τον τουρισμό δείχνουν ότι τα πράγματα θα είναι καλύτερα από το 2022. Πέρα από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βασικό ζήτημα αποτελεί και η άνοδος των εισοδημάτων. Όπως προκύπτει, η συνέχιση των αυξήσεων έχει προκαλέσει μείωση των εισοδημάτων, όπως καταγράφει και η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα, ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών μισθών τους την περασμένη χρονιά στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ενώ και την τριετία 2019-2022 η Ελλάδα ήταν η μία από τις δύο μόνο χώρες του ΟΟΣΑ στις οποίες ο ονομαστικός μισθός μειώθηκε.

Ιδιωτικό χρέος

Μεγάλο «αγκάθι» αποτελεί το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος, το οποίο πλήττει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Το «κόκκινο» ιδιωτικό ληξιπρόθεσμο χρέος έχει εκτοξευτεί σχεδόν στα 260 δις. ευρώ κινούμενο ανοδικά κατά περίπου 40 δις. ευρώ, κατά την τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή, σχεδόν 4 εκατομμύρια πολίτες έχουν οφειλές στην εφορία, με περίπου 2 εκατομμύρια να κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, ήτοι κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, ενώ το 40% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές, όταν η τελευταία ανεπαρκής ρύθμιση χρεών «πετάει» εκτός 4 στις 5 επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις των φορέων τους. Ακόμη, σε 1.412.322 έχουν ληφθεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί) ενώ οι οφειλέτες στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα φτάνουν 2.036.867, ενώ το 2022 επιβλήθηκαν 518.622 αναγκαστικά μέτρα είσπραξης οφειλών (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί), με τον αριθμό να καταγράφει αύξηση κατά 104,9% σε σχέση με το 2021 (253.083).

Δημόσιο χρέος

«Αγκάθι» αποτελεί και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Είναι θετικό το γεγονός ότι μειώθηκε κατά το 2022 ως ποσοστού του ΑΕΠ από 193,3% σε 171,3%, το οποίο οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στον πολύ υψηλό πληθωρισμό. Μάλιστα, το δημόσιο χρέος αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του τάση, υποχωρώντας στο 160,2% του ΑΕΠ φέτος και στο 154,4% το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν. Ωστόσο, ο συνολικός όγκος του χρέους που το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποπληρώσει και για το οποίο πρέπει να πληρώνει τόκους (χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης) αυξήθηκε την ίδια περίοδο ακόμη περισσότερο, κατά 36,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 392,3 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται στο ότι ένα μέρος του είναι ενδοκυβερνητικό χρέος, δηλαδή χρέος της κεντρικής διοίκησης προς τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτή η κατηγορία χρέους αυξήθηκε επίσης.

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Μεγάλο «αγκάθι» αποτελεί και χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνική οικονομίας, η οποία αποτυπώνεται και στο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η Κομισιόν προβλέπει ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί από το υπερβολικά υψηλό 11,8% του ΑΕΠ το 2022 στο 9,2% φέτος και στο 7,8% το 2024. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 10πλασιάστηκε από το 2019 μέχρι το τέλος του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Μέτρα στήριξης και πρωτογενές πλεόνασμα

Γενικά, τα δημοσιονομικά ζητήματα θα αποτελέσουν θέμα αιχμής, ωστόσο υπάρχει μια συγκρατημένη αισιοδοξία για το ότι θα υπάρχει δημσοιονομικός χώρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι Δημοσιονομικά περιθώρια για λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης από τη νέα κυβέρνηση «βλέπει» η Κομισιόν, όπως προκύπτει από το κείμενο των εαρινών της προβλέψεων που δημοσιοποιήθηκε. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, αυτές είναι θετικότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ελλάδας.

Το παραπάνω συνεπάγεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να λάβει επιπλέον μέτρα στήριξης των πολιτών μέσα στο 2023. Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει περιθώριο λήψης μέτρων, εφόσον επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ειδικότερα, η Κομισιόν εκτιμά ότι το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα θα αγγίξει το 1,9% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του Προγράμματος Σταθερότητας παραμένει στο 0,7% και η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών, με βάση την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2023 κάνει λόγο για 1,1%. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν τη δημιουργία ενός δημοσιονομικού χώρου λίγο πάνω από 2,5 δισ. ευρώ. Αυτό θα συμβεί, εφόσον υπάρξει υπέρβαση του στόχου, κάτι το οποίο αναμένεται να υποβοηθηθεί και από τη διαφαινόμενη καλύτερη πορεία του τουρισμού από το 2022 και πολύ πιθανόν και από το 2021.

Οι τιμές του φυσικού αερίου

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα θα είναι η πορεία των τιμών του φυσικού αερίου. Οι υπολογισμοί της Κομισιόν γίνονται με την παραδοχή ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι φέτος 2,4%. Ωστόσο, οι «διαρροές» του υπουργείου Οικονομικών με βάση τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού με την εκτόξευση των εσόδων, αλλά και τη ραγδαία αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου στα 32 ευρώ ανά μεγαβατώρα, κάνουν λόγο για συνθήκες οι οποίες θα επιτρέψουν στο ελληνικό ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 3% φέτος.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο προϋπολογισμός συντάχθηκε με την παραδοχή μέσης τιμής φυσικού αερίου στα 120 ευρώ/ Mwh. Η τιμή του όμως έχει υποχωρήσει κάτω από τα 35 ευρώ/ Mwh. Όπως τονίζεται στην έκθεση της Κομισιόν, αν και η απειλή ενεργειακής κατάρρευσης του μπλοκ με απόλυτη έλλειψη φυσικού αερίου έχει μειωθεί σημαντικά, η εξέλιξη των τιμών παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη.

Σε ένα υποθετικό σενάριο όπου η μέση τιμή του φυσικού αερίου διαμορφωνόταν φέτος στα 35 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ο ρυθμός ανάπτυξης θα κέρδιζε σχεδόν δύο επιπλέον 2 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με αρμόδιους παράγοντες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Με 120 ευρώ ανά μεγαβατώρα, το ετήσιο κόστος για τα 55 εκατ. MWh φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ελλάδα φτάνει τα 6 δισ. ευρώ, με 35 ευρώ, το κόστος υποχωρεί σε 1,750 δισ. ευρώ. Η διαφορά των 4,250 δισ. ευρώ προστίθεται απευθείας στο ΑΕΠ, σύμφωνα με κορυφαία πηγή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Επενδυτική βαθμίδα

Ζητούμενο αποτελεί και η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η Ελλάδα αναμένεται προχωρήσει την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά τις εκλογές, όντας η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση που βαθμολογείται χαμηλότερα από αυτήν, αφού την έχασε πριν από περίπου 13 χρόνια, στα τέλη του 2010. όπως προκύπτει και από αναλύσεις ξένων οίκων, το θέμα αυτό αναμένεται να έχει ευτυχή κατάληξη, μέσα στους επόμενους μήνες, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών. Σύμφωνα με την Alpha Bank, η πρόωρη επιστροφή σε δημοσιονομική ισορροπία, σε συνδυασμό με την εκτίμηση για επίτευξη πλεονασματικού πρωτογενούς αποτελέσματος το 2023 και τη ραγδαία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία διετία, συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, ενδεχομένως ακόμα και μέσα στο 2023.

Στεγαστικό πρόβλημα

Κεφαλαιώδες ζήτημα αποτελεί και η ακρίβεια στη στέγαση για τους πολίτες. Η άνοδος των τιμών συνεχίζεται, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος να δείχνουν πως οι τιμές πώλησης των κατοικιών, σε όλη την χώρα, αυξήθηκαν +5,5% το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023, ενώ το αντίστοιχο περσινό είχαν αυξηθεί κατά 7,5%. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Παράλληλα, βασικό παράγοντα για την εξέλιξη των τιμών αποτελεί η αύξηση των στεγαστικών επιτοκίων καθώς σύμφωνα με τους αναλυτές το μέσο στεγαστικό επιτόκιο θα αγγίξει το 6% εντός του 2023, σε μια εποχή κατά την οποία το κόστος διαβίωσης συνεχώς αυξάνεται, το ίδιο και το κόστος ενέργειας.
Δημογραφικό

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ το οποίο μπορεί να επιβαρύνει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα συρρικνωθεί σχεδόν κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat. Αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε σε 1,2% για την περίοδο 2019 έως 2070 στην Έκθεση για τη Γήρανση του 2021 (Ageing Report).

Ταμείο Ανάκαμψης

Η χώρα αναμένει πολλά από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συνεπώς, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να «τρέξει» τα ορόσημα προκειμένου να υπάρχει ταχεία χρήση των πόρων προς όφελος της ελληνικής οικονομίας. Με βάση τον προγρμματισμό, νέο επίσημο αίτημα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού αναμένεται να πραγματοποιήσει η Ελλάδα προς την Κομισιόν για επιπλέον δάνεια ύψους 5 δις. ευρώ και επιδοτήσεις 760 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του REPowerEU. Εφόσον ευοδωθεί κάτι τέτοιο το ποσό που θα λάβει η Ελλάδα, μαζί με τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, αυξάνεται στα 36 δις. ευρώ. Το ποσό των 760 εκατ. ευρώ μπορεί να διατεθεί για επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα και στην παραγωγή κυρίως σε ιδιώτες και νοικοκυριά, για δράσεις όπως είναι για παράδειγμα αντικατάσταση των θερμοσιφώνων στα σπίτια. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα κατάθεσης του σχετικού αιτήματος μέχρι το τέλος Αυγούστου.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις

Σχετικά Άρθρα