ΙΕΝΕ: Έρευνα και καινοτομία, εκπαίδευση, στήριξη τοπικών κοινωνιών καθοριστικές για τη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών στη νέα ενεργειακή εποχή - Η μελέτη του ΙΕΝΕ δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης του Σχεδίου δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης λιγνιτικών περιοχών
Τα πολλαπλά οφέλη της ενεργειακής μετάβασης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, τις δυνατότητες προσαρμογής των λιγνιτικών περιοχών, αλλά και μια σειρά από καλές πρακτικές και αναγκαίες παρεμβάσεις για την επιτυχή υλοποίηση του σχεδίου απολιγνιτοποίησης ανέδειξε, μεταξύ άλλων, η μελέτη που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και η οποία αποτελεί μέρος του υποστηρικτικού υλικού του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης Λιγνιτικών Περιοχών το οποίο τέθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση. Σκοπός της μελέτης με τίτλο «Υφιστάμενη κατάσταση και Προοπτικές για τις περιοχές σε ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα» - την οποία το ΙΕΝΕ εκπόνησε μετά από ανάθεση από τη Συντονιστική Επιτροπή του Σχεδίου - είναι να συμβάλει στην ολοκλήρωση του Master Plan της απολιγνιτοποίησης, αλλά και του νέου Επιχειρησιακού Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης 2021-2027.
Η μελέτη καταγράφει λεπτομερώς την υπάρχουσα κατάσταση στις περιοχές σε ενεργειακή μετάβαση, με την άμεση απεξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής τους από τα ορυκτά καύσιμα, λιγνίτη και πετρέλαιο να έχει δρομολογηθεί. Η καταγραφή αυτή εστιάζει στο υπάρχον ενεργειακό δυναμικό και τις αντίστοιχες υποδομές, στην οικονομία των υπό εξέταση περιοχών, στην απασχόληση και τις υφιστάμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μέσω αυτής της καταγραφής εντοπίζονται οι δυνατότητες και οι προοπτικές που υπάρχουν στις περιοχές για αναπλήρωση των θέσεων εργασίας και του τοπικού πλούτου στο απολιγνιτοποιημένο περιβάλλον. Παράλληλα, η έρευνα φωτίζει και το πραγματικό κόστος της προσκόλλησης στον λιγνίτη: Όπως προκύπτει από σειρά αναλύσεων, αν ο σημερινός στόλος λιγνιτικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων παραμείνει ως έχει, τότε τα επόμενα 3,5 χρόνια η λιγνιτική βιομηχανία θα συσσωρεύσει ζημιές που φτάνουν έως και τα €1.3 δισ., κόστος δυσβάσταχτο για τη ΔΕΗ και την εθνική οικονομία, το οποίο, φυσικά, συνδυάζεται με υψηλή επιβάρυνση για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Η μελέτη του ΙΕΝΕ επικεντρώνεται στην ενεργειακή μετάβαση στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, της Μεγαλόπολης, των νησιών Αιγαίου και της Κρήτης. Οι παρεμβάσεις στις συγκεκριμένες περιοχές περιλαμβάνουν μία σειρά από δράσεις και έργα, όπως εγκαταστάσεις μονάδων ΑΠΕ (κυρίως φωτοβολταϊκών, αιολικών στην ευρύτερη περιοχή και εν μέρει βιομάζας), έργα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, αποκατάσταση εκτάσεων όπου σήμερα λειτουργούν τα ορυχεία και οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, προβλέψεις για τους υφιστάμενους εργαζομένους της ΔΕΗ, δημιουργία βιομηχανικών δραστηριοτήτων, όπως πχ. κατασκευή μπαταριών ή/και παραγωγή φορτιστών μπαταριών, συναρμολόγησης κάποιων τμημάτων ηλεκτρικών οχημάτων και ανάπτυξη μονάδων υδρογόνου, μεταξύ άλλων. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει η διατήρηση της τηλεθέρμανσης στις συγκεκριμένες περιοχές, με τη χρήση βιομάζας ή φυσικού αερίου, ενώ η μελέτη τονίζει και την ιδιαίτερη σημασία ενός νέου χωροταξικού σχεδιασμού ο οποίος θα αποσαφηνίζει τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες και χρήσεις γης, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της απολιγνιτοποίησης.
Η έρευνα και η καινοτομία αναδεικνύονται από τη μελέτη ως οι οδηγοί της απολιγνιτοποίησης και η προώθησή τους περιγράφεται ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη και τη λειτουργία των περισσότερων από τα έργα και τις δράσεις του Σχεδίου. Καθοριστικός κρίνεται ο ρόλος του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στην έρευνα σε σχετικά πεδία και να αναπτύξει καινοτόμα, εξαγώγιμα προϊόντα, αλλά και να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ταχύρρυθμη μετεκπαίδευση του έμψυχου δυναμικού των περιοχών αυτών, σε συνεργασία με την εκάστοτε Περιφέρεια.
Η μελέτη του ΙΕΝΕ, έχοντας ως βασική επιδίωξη τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος, αναφέρεται στις δράσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση των έργων του Σχεδίου και για τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών. Τέλος, παρατίθενται παραδείγματα καλών πρακτικών που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες ανά τον πλανήτη και μπορούν να καταστήσουν το όλο εγχείρημα επιτυχές και να οδηγήσουν τις ίδιες τις λιγνιτικές περιοχές, όσο και ολόκληρη τη χώρα, σε ένα μέλλον πιο βιώσιμο για το περιβάλλον τον άνθρωπο και την οικονομία.
(Δελτίο Τύπου)