«Το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή είναι οι καύσωνες οι οποίοι συνοδεύονται από την ξηρασία και προκαλούνται ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές» λέει στο CNN Greece o Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος.
Οι καύσωνες χαρακτηρίζονται "ύπουλοι" καθώς δεν προκαλούν τον "θόρυβο" που κάνουν οι ισχυρές καταιγίδες και οι βροχοπτώσεις ωστόσο, προκαλούν τεράστια προβλήματα στην υγεία των ανθρώπων και τα οικοσυστήματα, επισημαίνει ο ίδιος.
Προσθέτει ότι, η μέγιστη θερμοκρασία τα τελευταία 30 χρόνια στη χώρα μας, έχει ανέβει κατά 1.0-1.5 βαθμούς Κελσίου ενώ στην Αθήνα η θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 2 βαθμούς. Άλλη μία συνέπεια της κλιματικής κρίσης που διανύουμε, είναι η αύξηση στη συχνότητα των έντονων βροχοπτώσεων και η μείωση των ημερών βροχής με αποτέλεσμα να έχουμε ξηρασία η οποία επηρεάζει αρνητικά την αγροτική παραγωγή.
Ο κ. Λαγουβάρδος μεταξύ άλλων αναφέρεται στις επιπτώσεις που έχει τόσο ο μάνθρωπος όσο και το περιβάλλον από την κλιματική κρίση καθώς υποστηρίζει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας, οι καύσωνες, οι έντονες πλημμύρες αλλά και οι μειωμένη σε μέρες βροχόπτωση, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστα Λαγουβάρδου στο Act For Earth στο CNN Greece.
Κύριε Λαγουβάρδο, πόσο ανέβηκε η θερμοκρασία τα τελευταία 30 χρόνια στην Ελλάδα; Πού οφείλεται αυτό; Σε ποιες περιοχές εντοπίζονται οι μεγαλύτερες διαφορές;
Αναλύοντας μετρήσεις και δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών για τη χώρα μας αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι στις περισσότερες περιοχές η μέγιστη θερμοκρασία της τριακονταετίας 1991-2020 έχει ανέβει σε επίπεδα 1.0-1.5 βαθμών υψηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη τριακονταετία (1961-1990). Η άνοδος αυτή είναι πιο σημαντική στα ηπειρωτικά τμήματα της Ελλάδας από ότι στη νησιωτική χώρα.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που έγινε από τον παλαιότερο σταθμό της χώρας μας, τον μετεωρολογικό σταθμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο, τους καλοκαιρινούς μήνες η μέση μέγιστη θερμοκρασία στην Αθήνα την τριακονταετία 1990 - 2020 έχει ανέβει έως και 2 βαθμούς υψηλότερα από τη μέση μέγιστη θερμοκρασία της προηγούμενης τριακονταετίας.
Επίσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι μέσες θερμοκρασίες των καλοκαιρινών μηνών την τελευταία δεκαετία είναι συνεχώς υψηλότερες των κλιματικών τιμών.
Σημειώνουμε όμως ότι απαιτείται περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων των μετεωρολογικών σταθμών σε όλη την επικράτεια ώστε να εντοπίσουμε τις περιοχές που θερμαίνονται με γρηγορότερο ρυθμό στη χώρα μας.
Πού οφείλεται η εναλλαγή του καιρού με τις μη συμβατές, ανά εποχή, θερμοκρασίες; Είναι γεγονός ότι τα περασμένα Χριστούγεννα είχαμε ηλιοφάνεια, ενώ τον μήνα Μάιο είχαμε βροχές και καταιγίδες. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Οι μη συμβατές με την εποχή θερμοκρασίες που διαπιστώνουμε ορισμένους μήνες του χρόνου δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Μελετώντας τις μετρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών σε βάθος χρόνου πολλών δεκαετιών συχνά εντοπίζονται μήνες με σημαντικές διαφορές από τις κανονικές τιμές. Αυτό που μας ανησυχεί είναι η παγίωση αλλαγών οι οποίες εντοπίζονται στους μέσους όρους πολλών ετών και που -όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα- είναι πιο έντονες τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή στο άμεσο ή μακροπρόθεσμο μέλλον;
Οι καύσωνες είναι κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή. Ο καύσωνας χαρακτηρίζεται συχνά ως ένας «ύπουλος κίνδυνος». Δεν κάνει το «θόρυβο» που χαρακτηρίζει τις ισχυρές καταιγίδες και τις θύελλες αλλά προκαλεί τεράστια προβλήματα τόσο στην υγεία των ανθρώπων όσο στα οικοσυστήματα. Όλοι θυμόμαστε το καλοκαίρι του 2021 με δύο ισχυρούς και παρατεταμένους καύσωνες και τις συνέπειες που προκάλεσαν κυρίως στα οικοσυστήματα με τις μεγάλες δασικές πυρκαγιές.
Δυστυχώς οι μεγάλοι καύσωνες και η ξηρασία που τους συνοδεύει δημιουργεί το υπόβαθρο για ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές, ακόμα και χωρίς ισχυρούς ανέμους, όπως βιώσαμε το καλοκαίρι του 2021.
Πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών έδειξε ότι τα επεισόδια καύσωνα στη χώρα μας αυξάνονται τόσο σε συχνότητα, σε ένταση όσο και σε έκταση. Οι περιοχές της Ελλάδας που βιώνουν τουλάχιστον έναν καύσωνα ετησίως έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1990 και μετά. Επίσης ανησυχητικό είναι και το γεγονός ότι διαπιστώνουμε χρονική επέκταση της εποχής εμφάνισης των καυσώνων, με σημαντική αύξηση των επεισοδίων καύσωνα και το μήνα Ιούνιο.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι μεγαλύτερες επιπτώσεις από τους καύσωνες αναμένονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η θερμοκρασία παραμένει υψηλή ακόμα και τη νύχτα. Είναι επομένως απαραίτητο να μελετήσουμε και να εφαρμόσουμε πολιτικές μετριασμού των επιπτώσεων των υψηλών θερμοκρασιών στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Έχετε διαπιστώσει κάποια διαφορά στην ένταση ή τη διάρκεια των βροχοπτώσεων λόγω της κλιματικής αλλαγής;
Από πρόσφατες μελέτες βασισμένες σε βροχομετρικά δεδομένα από το σταθμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου στο Θησείο αλλά και από πολλούς σταθμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια προκύπτει ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε αύξηση στη συχνότητα έντονων βροχοπτώσεων αλλά και μείωση των ημερών βροχής. Πιο συγκεκριμένα, στην Αθήνα, τα επεισόδια ημερήσιας βροχόπτωσης με ύψη βροχής μεγαλύτερα των 30 χιλιοστών την περίοδο 1991-2020 είναι διπλάσια σε σχέση με την περίοδο 1961-1990. Αυτό το πρότυπο διακρίνεται και σε άλλες περιοχές της επικράτειας.
Τι σημαίνει αυτό; Λιγότερες ημέρες βροχής σημαίνει μεγαλύτερες περιόδους ξηρασίας, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την αγροτική παραγωγή. Περισσότερες ημέρες με ισχυρή βροχή σημαίνει μεγαλύτερο κίνδυνο πλημμυρικών επεισοδίων (με άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών) αλλά και γρηγορότερη επιφανειακή απορροή της βροχής. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων απαιτεί ανασχεδιασμό της διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας μας, ειδικά σε κλειστά συστήματα όπως οι νησιωτικές περιοχές.
Οι συχνότεροι καύσωνες και οι αλλαγές στη χωρική και χρονική κατανομή της βροχής κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για τη δημιουργία και τη λειτουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, όπως επιτακτικά ζητά ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας. Οφείλουμε όλοι να αντιληφθούμε ότι η επιστημονική γνώση και η διεπιστημονική συνεργασία σε συνθήκες κλιματικής κρίσης συνιστά ένα πολύτιμο εργαλείο το οποίο είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά την άμυνα μας απέναντι στα έντονα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Οφείλουμε συνεπώς να την αξιοποιήσουμε άμεσα.
Ακούγεται όλο και περισσότερο το σενάριο ότι θα έχουμε ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι με τον υδράργυρο να σκαρφαλώνει στο «κόκκινο». Τι ακριβώς ισχύει; Πιστεύετε ότι χρειάζεται να προετοιμαστούμε, ως κοινωνία, με κάποιον τρόπο;
Δυστυχώς δεν διαθέτουμε επιστημονικά εργαλεία τα οποία μπορούν με ακρίβεια να προβλέψουν πώς θα είναι μετεωρολογικά η επόμενη εποχή. Επομένως όταν ακούμε ή διαβάζουμε σενάρια προγνώσεων τα οποία μάλιστα αναφέρουν και συγκεκριμένες θερμοκρασίες για το καλοκαίρι του 2023. Καλό είναι να λαμβάνουμε υπόψιν μας ότι τα σενάρια αυτά επιστημονικά δεν ευσταθούν. Η ορθή απάντηση για το πως θα είναι το φετινό καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι απλά ότι δεν γνωρίζουμε!
Το μόνο εργαλείο που έχουμε στη διάθεση μας είναι οι εποχικές προγνώσεις, (προγνώσεις) που αφορούν τα γενικά χαρακτηριστικά του καιρού για τους επόμενους μήνες και οι οποίες παρέχονται από μεγάλα μετεωρολογικά κέντρα του εξωτερικού. Αυτές οι εποχικές προγνώσεις (σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία στα τέλη Μαΐου του 2023) δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης θα βιώσει φέτος υψηλότερες από τα κανονικά θερμοκρασίες. Η Ελλάδα δεν είναι μέσα σε αυτές τις περιοχές, οι μεγαλύτερες θετικές αποκλίσεις (θερμοκρασίες άνω του μέσου όρου) ειδικά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2023 αναμένονται σε περιοχές της Δυτικής Μεσογείου όπως η Ισπανία και η Νότια Γαλλία.
Σημειώνουμε βέβαια ότι ακόμα και αυτές οι εποχικές προγνώσεις έχουν μεγάλη αβεβαιότητα, αβεβαιότητα η οποία πρέπει πάντα να τονίζεται όταν αυτές οι εποχικές προγνώσεις επικοινωνούνται στο ευρύ κοινό.