Υστερα από 75 χρόνια διάβρωσης, οι διαρροές από τα βυθισμένα πλοία, εκ των οποίων 1.583 ήταν πετρελαιοφόρα, αναμένεται να φθάσουν στα υψηλότερα επίπεδά τους σε 10 χρόνια.
Περισσότερα από 3 εκατομμύρια πλοία βρίσκονται βυθισμένα στους ωκεανούς, κρύβοντας μια σειρά από μυστικά αλλά και αναρίθμητους κινδύνους για το περιβάλλον. Μάλιστα, περίπου 8.500 ναυάγια, τα οποία βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια του Α’ κα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελούν «ωρολογιακές βόμβες» αφού στα έγκατά τους περιέχουν επιβλαβή χημικά, πυρομαχικά που δεν έχουν εκραγεί και πάνω από 22 δισεκατομμύρια λίτρα μαζούτ. Αυτό είναι 545 φορές η διαρροή του «Exxon Valdez» το 1989 και 30 φορές περισσότερη ποσότητα από αυτήν που διέρρευσε μετά την καταστροφή της εξέδρας άντλησης πετρελαίου της BP στον Κόλπο του Μεξικού.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη από τη Διεθνή Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς ύστερα από 75 και πλέον χρόνια διάβρωσης οι διαρροές από τα βυθισμένα πλοία, εκ των οποίων 1.583 ήταν πετρελαιοφόρα, αναμένεται να φτάσουν στα υψηλότερα επίπεδά τους εντός 10 ετών. «Η έλλειψη δεδομένων και διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της ρύπανσης από ναυάγια σημαίνει ότι πολλές κυβερνήσεις δεν ενεργούν προληπτικά για να αποτρέψουν διαρροές» επισημαίνει η IUCN και ζητά τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς προτύπου για τον προσδιορισμό της βέλτιστης πρακτικής και την ταξινόμηση των βυθισμένων σκαφών σύμφωνα με τις πιθανές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Kατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν οι μεγαλύτερες στα χρονικά απώλειες στη διεθνή ναυτιλία, με το 70% των δυνητικά επικίνδυνων ναυαγίων να χρονολογούνται από τα έξι χρόνια αυτού του πολέμου. Οπως επισημαίνεται, τα βυθισμένα σκάφη βρίσκονται γύρω από τους εμπορικούς δρόμους, ενώ στην «εξίσωση» μπαίνουν τα πολεμικά πλοία που βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ και στη μάχη της λιμνοθάλασσας του Τσουκ, την ιαπωνική βάση στον Ειρηνικό όπου οι HΠA βύθισαν πάνω από 50 ιαπωνικά σκάφη. Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες, σε κάποιες περιοχές καταγράφεται ήδη διαρροή πετρελαίου απειλώντας παρθένες ακτές, τουριστικές περιοχές και σημεία αλιείας.
Δεν ισχύει για όλα τα ναυάγια
H χρονική στιγμή της διαρροής του πετρελαίου για τα περισσότερα ναυάγια εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος από την ταχύτητα διάβρωσης του χάλυβα. Οι ναυπηγοί υπολογίζουν ότι ένα σκάφος θα έχανε τη δομική του ακεραιότητα μόλις οι λαμαρίνες του πλοίου χάσουν μεταξύ του ενός τετάρτου και του μισού πάχους τους. Tα περισσότερα σκάφη που βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν λαμαρίνες που το πάχος τους κυμαινόταν μεταξύ 19 και 25 χιλιοστών. Εντούτοις, το ποσοστό διάβρωσης εξαρτάται σημαντικά από τη συγκυρία κατά την οποία βυθίστηκαν τα πλοία. «Aυτό που μπορεί να ισχύει για ένα ναυάγιο δεν είναι απαραιτήτως το ίδιο για ένα άλλο» αναφέρει η Υπηρεσία Ναυτικής Ασφάλειας της Αυστραλίας.
O Iαν Mακ Λιόντ, από το Ναυτικό Μουσείο της Δυτικής Αυστραλίας, έχει εκφράσει την άποψη ότι σε 5 έως 10 χρόνια θα μπούμε στην περίοδο των διαρροών, από τα συγκεκριμένα ναυάγια, η οποία αναμένεται να διαρκέσει 50 χρόνια.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (NOAA), γύρω από τις αμερικανικές ακτές υπάρχουν περίπου 1.700 ναυάγια που εμπεριέχουν πετρέλαιο είτε με τη μορφή φορτίου είτε ως αποθηκευμένο καύσιμο. Στον Ειρηνικό Ωκεανό περίπου το 85% των ναυαγίων είναι ιαπωνικά και τα υπόλοιπα, στην πλειονότητά τους, αμερικανικά. Στη Μεσόγειο, στον Ατλαντικό και στον Ινδικό Ωκεανό το 50% των βυθισμένων πλοίων είναι βρετανικά και το 16% αμερικανικά.
Βέβαια, το κόστος για την άντληση του πετρελαίου από αυτά τα ναυάγια είναι αποθαρρυντικό. Σε μια προσπάθεια υπολογισμού, το Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Ερευνας στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης είχε υπολογίσει το μακρινό 1999 ότι θα χρειάζονταν μεταξύ 2.300 και 17.000 δολαρίων ανά τόνο πετρελαίου, ανάλογα με το βάθος του ναυαγίου και τη θέση του.