Ψάρια και μαλάκια που ζουν στις εκβολές των ποταμών που καταλήγουν στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό είναι επιμολυσμένα με μικροπλαστικά - μεγάλος κίνδυνος για τα υδάτινα οικοσυστήματα και όχι μόνο.
Ολα τα είδη που ζουν στις εκβολές των ποταμών οι οποίοι καταλήγουν στη Μεσόγειο Θάλασσα και στον Ατλαντικό Ωκεανό είναι επιμολυσμένα με μικροπλαστικά – με «πρωταθλητές» τα μαλάκια τα οποία επιβαρύνονται περισσότερο από μικροπλαστικά εξαιτίας της ικανότητάς τους να φιλτράρουν το νερό.
Τα ποτάμια αποτελούν μια από τις κυριότερες πηγές ρύπανσης από μικροπλαστικά (πλαστικά μικροσωματίδια με μέγεθος από 5 ως 0,0001 χιλιοστόμετρα) καθώς και από νανοπλαστικά (πλαστικά σωματίδια με μέγεθος μικρότερο από 0,0001 χιλιοστόμετρα).
Οι εκβολές των ποταμών οι οποίες αποτελούν ζώνες «μετάβασης» μεταξύ των ποταμών και της θάλασσας, είναι από τα hotspots συσσώρευσης των μικροπλαστικών, τα οποία απειλούν τα υδάτινα οικοσυστήματα καθώς εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα και βιοσυσσωρεύονται σε είδη ζώων που σε κάποιες περιπτώσεις καταναλώνονται από τους ανθρώπους. Αυτά είναι τα κύρια συμπεράσματα του διεθνούς προγράμματος «i-plastic» στο οποίο συμμετέχουν κέντρα από την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και τη Βραζιλία.
Με βάση τα ευρήματα του προγράμματος, το 85% των μυδιών και το 53% των στρειδιών που εξετάστηκαν είχαν μικροπλαστικά στον οργανισμό τους. Παράλληλα θαλάσσια ψάρια που εντοπίζονται κοντά στις εκβολές των ποταμών ήταν επιβαρυμένα κατά 75% με μικροπλαστικά ενώ στις παράκτιες περιοχές που επηρεάζονται από την εκροή των ποταμών, το 86% των ευρωπαϊκών μπακαλιάρων και το 85% των νορβηγικών αστακών περιείχαν μικροπλαστικά ή συνθετικές μικροΐνες στο έντερό τους.
Οι επιστήμονες εξηγούν μάλιστα ότι η ρύπανση από νανοπλαστικά πιθανότατα είναι ακόμη πιο σοβαρή σε σύγκριση με εκείνη των μικροπλαστικών θέτοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους οργανισμούς των ποταμών και των θαλασσών καθώς τα νανοπλαστικά μπορούν να διαπεράσουν τις κυτταρικές μεμβράνες και να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες βλάβες.
Τριπλασιασμός μικροπλαστικών στον βυθό
«Η ρύπανση είναι πανταχού παρούσα στις εκβολές των ποταμών αλλά και στις παράκτιες περιοχές που επηρεάζονται από αυτές στη Μεσόγειο αλλά και στις τροπικές και στις εύκρατες ζώνες» ανέφερε η Πατρίτσια Τζιβέρι, ωκεανογράφος στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Επιστήμης και Τεχνολογίας στη Βαρκελώνη (ICTA-UAB), συντονίστρια του προγράμματος «i-plastic» και προσέθεσε ότι τα συσσωρευμένα πλαστικά μικροσωματίδια στα ιζήματα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και ότι, από το 2000 ως σήμερα, τα μικροπλαστικά που εναποτίθενται στον βυθό έχουν τριπλασιαστεί.
Η ρύπανση από μικροπλαστικά αποτελεί παγκόσμια απειλή στους κοραλλιογενείς υφάλους σε όλα τα βάθη προκαλώντας μείωση στην ανάπτυξή τους.
Πλαστικά του 1960 βρίσκονται ακόμη στα ιζήματα
Η… πλαστική ρύπανση είναι ιδιαιτέρως υψηλή κοντά στα αστικά κέντρα και στις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων από όπου οι μικροΐνες ταξιδεύουν ως τις εκβολές των ποταμών. Αφού παγιδευθούν στον βυθό, τα σωματίδια αυτά δεν αποδομούνται λόγω έλλειψης οξυγόνου και φωτός. «Πλαστικά του 1960 παραμένουν ακόμη και σήμερα στον βυθό αφήνοντας την ‘υπογραφή’ της ανθρωπογενούς ρύπανσης» σημείωσε ο Μάικλ Γκρελό, ωκεανογράφος στο ICTA-UAB.
Μακρύ ταξίδι σε λίγους μόνο μήνες
Τα σωματίδια που δεν εναποτίθενται στον βυθό μεταφέρονται με τα ωκεάνια ρεύματα διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα σε μόνο λίγους μήνες. «Ενα μικροπλαστικό από τις εκβολές του ποταμού Εβρου της Ισπανίας μπορεί να φθάσει στη Σικελία σε έξι μήνες» είπε η δρ Τζιβέρι.
Λύση η βιολογική αποκατάσταση
Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι η βιολογική αποκατάσταση – η χρήση οργανισμών για την απομάκρυνση ρύπων από το νερό – είναι μια από τις ελάχιστες βιώσιμες λύσεις για τη μείωση της ρύπανσης από μικροπλαστικά στα υδάτινα περιβάλλοντα. «Εργαστηριακά πειράματα έδειξαν ότι διαφορετικά είδη διηθηματοφάγων (οργανισμοί που τρέφονται διηθώντας το νερό μέσω του σακκοειδούς σώματός τους, το οποίο φέρει δύο ανοίγματα, τα σιφώνια, από τα οποία εισέρχεται και εξέρχεται το νερό) απομάκρυναν σχεδόν το 90% των μικροπλαστικών από τα περιβάλλοντα ύδατα».