"Με τις απόψεις σας εναντίον των κληρικών προσπαθείτε να επιβάλετε το πνεύμα του προτεσταντισμού στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας".
Απαντώντας στον Γιώργο Κατρούγκαλο και τη Τασία Χριστοδουλοπούλου, κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, ο ειδικός εισηγητής της ΝΔ και βουλευτής Ηλείας Κώστας Τζαβάρας τόνισε ότι με τις προτάσεις τους προσπαθούν να επιβάλουν στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας το πνεύμα του προτεσταντισμού.
Συγκεκριμένα, όπως είπε, ο ΣΥΡΙΖΑ μάχεται για να γίνει σε επίπεδο πολιτικής διαμάχης στην Ελλάδα, αυτό που δεν έγινε σε επίπεδο ιστορικής εξέλιξης στους μεγάλους εκκλησιαστικούς πολέμους κατά τη διάρκεια του 16-17ου αιώνα στην Ευρώπη. Εν αντιθέσει με όσα συνέβησαν στην Ευρώπη, στην Ελλάδα δεν έγιναν εκκλησιαστικοί πόλεμοι. Οι κληρικοί της Εκκλησίας της Ελλάδας συμμετείχαν στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές στην εθνική και κοινωνική ζωή του τόπου. Η Εκκλησία συμμετείχε στους αγώνες του Έθνους όπως επίσης σήμερα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες που περνάει η χώρα, προστατεύοντας με το φιλανθρωπικό της έργο τους αδυνάτους.
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν και κανένας δεν μπορεί να τις αρνηθεί. Αυτό που κάνει η υφιστάμενη διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος – γιατί είναι αναγκαίο να το κάνει – είναι να καταγράψει και να αναγνωρίσει ως ιστορικό κεκτημένο, αυτό που απετέλεσε μετά το 1850 (μετά την άρση του σχίσματος του 1833 με το Οικουμενικό Πατριαρχείο) το θεμέλιο στις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού Κράτους και της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας. Κατ’ εφαρμογή του Πατριαρχικού Τόμου της 29-6-1850, η Εκκλησία διοικείται κατά του ιερούς αποστολικούς κανόνες, «πλήρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής παρεμβάσεως», η δε Πολιτεία υποχρεούται να σέβεται το καθεστώς αυτό, μη επεμβαίνουσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα εκκλησιαστικά πράγματα. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ανώτατη αρχή την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και δεν διαθέτει «πρώτον», βρίσκεται δε σε δογματική και κανονική ενότητα με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ομόδοξες εκκλησίες. Από τις διατάξεις αυτές με σαφήνεια προκύπτει ο χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, αφού η παραπομπή στον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 δεν αναγνωρίζει μόνο το αυτοκέφαλο απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά επιβάλλει την αποχή του κράτους από κάθε επέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα.
Ενόψει των δεδομένων αυτών, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αναθεώρηση του άρθρου 3 με την αναγνώριση της υποχρέωσης για θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους είναι περιττή. Τόσο από τη διατύπωση του άρθρου αυτού, όσο και από την νομολογία του ΣτΕ προκύπτει ότι το Κράτος και η Εκκλησία αποτελούν ξεχωριστά νομικά πρόσωπα, που υπάγονται και διέπονται από ίδιους το καθένα κανόνες (ομοταξία).
Όμως ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρεται εναντίον των κληρικών και τους αμφισβητεί το νομικό καθεστώς της μισθοδοσίας τους ως οιονεί δημοσίων υπαλλήλων (κάτι που άλλωστε ισχύει με τους μουφτήδες της μουσουλμανικής μειονότητας και το ισραηλιτικό συμβούλιο), προδίδει ένα πρωτοφανές πνεύμα αντικληρικαλισμού, που είναι αδικαιολόγητος με βάση τις παραδόσεις που ισχύουν στις σχέσεις Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας. Μόνο οι προτεστάντες έχουν καταργήσει τους κληρικούς γιατί θεωρούν ότι η σωτηρία της ψυχής καθενός είναι ατομική του υπόθεση.
Χαρακτηριστικά μάλιστα ο Κώστας Τζαβάρας κατέληξε λέγοντας: «Εγώ, λοιπόν, λέω ότι αυτό το πνεύμα του προτεσταντισμού ουσιαστικά είναι συγκεντρωμένο στις 95 θέσεις που ανάρτησε ο Λούθηρος το 1517 στη Βιττεμβέργη και αφορά κυρίως τη πίστη ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ιερέας του εαυτού του και γι’ αυτό όλοι οι αρχιερείς, όλοι οι ιερείς, όλοι οι κληρικοί συλλήβδην είναι περιττοί. Αυτό είναι το μήνυμα του προτεσταντισμού που προσπαθεί η συγκεκριμένη Αριστερά να επιβάλει στην Αίθουσα αυτή. Ε, λοιπόν, δεν το αποδέχομαι και το λέω ξεπερασμένη και άχρηστη κοινοτοπία».