Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφ. "Νέα Σελίδα"
Πριν από δύο εβδομάδες, σε μία μαραθώνια συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που ξεκίνησε την Κυριακή το απόγευμα και ολοκληρώθηκε την Τρίτη, οι ηγέτες των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων καθόρισαν την ηγεσία των τριών Ευρωπαϊκών θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα επόμενα χρόνια. Με μία διαδικασία που θύμιζε περισσότερο ανατολίτικο παζάρι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να βάλουν στην άκρη την προσπάθεια εκδημοκρατισμού των Ευρωπαϊκών θεσμών και να επιλέξουν ως την επόμενη πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την μέχρι τώρα σχεδόν άγνωστη σε όλους Γερμανίδα Υπουργό Άμυνας, Ursula von der Leyen.
Η διαδικασία του Επικεφαλής Υποψηφίου που ξεκίνησε το 2014, όπου τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά κόμματα καθορίζουν πριν από τις Ευρωεκλογές τον ποιον θα στηρίξουν για Πρόεδρο της Επιτροπής, τέθηκε στο περιθώριο. Πριν από 5 χρόνια, η ισχυρή υποψηφιότητα του Jean Claude Juncker και η επιμονή του Κοινοβουλίου στον σεβασμό της διαδικασίας ανάγκασε τους Ευρωπαίους ηγέτες να αποδεχθούν τον ορισμό του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά τις όποιες αντιρρήσεις. Δυστυχώς αυτή τη χρονιά δεν έγινε κάτι ανάλογο.
Η υποψηφιότητα του κ. Βέμπερ από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα το οποίο κατέκτησε τις περισσότερες έδρες στο νέο Κοινοβούλιο ήταν από την αρχή καταδικασμένη. Παράλληλα, ο Γάλλος Πρόεδρος, κ. Μακρόν είχε από την αρχή αρνηθεί να αναγνωρίσει τη διαδικασία, υπονομεύοντάς την με κάθε τρόπο. Τέλος, η αδυναμία των πολιτικών ομάδων στο Κοινοβούλιο να διαμορφώσουν μία προγραμματική συμφωνία και να στοιχηθούν πίσω από έναν Επικεφαλής υποψήφιο που θα μπορούσε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, έδωσε τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους ηγέτες, να ανατρέψουν το δεδικασμένο της επιλογής Juncker, επιστρέφοντας στις συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία τόσο την υποψηφιότητα των βασικών υποψηφίων, όπως ο κ. Βέμπερ από τους Συντηρητικούς, ο κ. Τίμμερμανς από τους Σοσιαλιστές και η κα Βεστάγκερ από τους Φιλελευθέρους. Αντιθέτως προτίμησε την συναίνεση, καταλήγοντας στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Την ερχόμενη Τρίτη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα κληθεί να αποφασίσει αν θα εγκρίνει την εκλογή της πρώτης γυναίκας στην Προεδρεία της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας, η κα Ursula von der Leyen συναντήθηκε σχεδόν με όλες τις Ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες, ώστε να κερδίσει την υποστήριξή τους. Ο στόχος που έχει μπροστά της είναι τουλάχιστον δύσκολος, καθώς με εξαίρεση το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα όπου συμμετέχει η Νέα Δημοκρατία και τους Φιλελευθέρους, όλες οι υπόλοιπες πολιτικές ομάδες υποδέχθηκαν την υποψηφιότητά της τουλάχιστον με σκεπτικισμό. Εκτός των προσωπικών ικανοτήτων της και των προγραμματικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, ο τρόπος επιλογής της αποτελεί ένα σημαντικό σοβαρό θεσμικό πισωγύρισμα που θα πρέπει να απασχολήσει τόσο το νέο Κοινοβούλιο, όσο και την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις καλούσαν τους πολίτες να συμμετέχουν μαζικά στις Ευρωεκλογές, καθώς με την ψήφο τους, θα αποφάσιζαν ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ενώ ο κόσμος ανταποκρίθηκε, με αυξημένη συμμετοχή, ξεπερνώντας μετά από πολύ καιρό το ψυχολογικό όριο του 50%, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες τους απογοήτευσαν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αν θέλει να επιζήσει πρέπει να αλλάξει και πρέπει να αλλάξει άμεσα και ριζικά. Ασχέτως του αποτελέσματος της ερχόμενης Τρίτης, είναι χρέος της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο οδικό χάρτη για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες δεν μπορεί να γίνονται πλέον αποδεκτές. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν πρέπει να παραμείνει μόνο εντός των τειχών των εθνικών κρατών, οφείλει να γίνει αναπόσπαστο στοιχείο και του Ευρωκοινοβουλίου. Χρειαζόμαστε περισσότερο δημοκρατική Ευρώπη.