Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στην Εφ. "Τα Νέα"
Τον Φεβρουάριο του 2018, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ψήφισμά του δήλωνε έτοιμο «να απορρίψει κατά τη διαδικασία ορισμού του Προέδρου της Επιτροπής οποιονδήποτε υποψήφιο δεν έχει ορισθεί ως κορυφαίος υποψήφιος κατά την περίοδο πριν από τις Ευρωπαϊκές εκλογές, σε μια προσπάθεια του να ασκήσει πιέσεις εκδημοκρατισμού της λειτουργίας των Ευρωπαϊκών θεσμών». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όμως μετά από μία μαραθώνια συνεδρίαση, έβαλε στο περιθώριο τους υποψηφίους που εκτέθηκαν και αξιολογήθηκαν από τους Ευρωπαϊκούς λαούς στις τελευταίες εκλογές και με μία διαδικασία που θύμιζε περισσότερο ανατολίτικο παζάρι, αποφάσισε να προτείνει την μέχρι τότε σχεδόν άγνωστη σε όλους Ούρσουλα φον ντερ Λέυεν για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με στόχο λοιπόν να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας και πλέον υποψήφια Πρόεδρος, είχε την προηγούμενη εβδομάδα μία σειρά επαφών με τις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Είχα την ευκαιρία να συμμετέχω στην ακρόασή της από την Σοσιαλιστική Ομάδα και να της απευθύνω κάποια ερωτήματα σχετικά με τις θέσεις της σε ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας. Η παρουσία της δυστυχώς ήταν παραπάνω από απογοητευτική. Τόσο στην αρχική της παρέμβαση, όσο και στις απαντήσεις στις ερωτήσεις των συναδέλφων απέφυγε να θίξει ουσιαστικά θέματα που θα απασχολήσουν την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν έδωσε καμία απάντηση στην πρόταση της Σοσιαλιστικής Ομάδας για τροποποίηση των κανόνων της οικονομικής διακυβέρνησης ώστε να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείματος και του χρέους στοχευμένες δημόσιες δαπάνες, όπως αυτές που κατευθύνονται στην παιδεία και την έρευνα. Απέφυγε επίσης κάθε δέσμευση στον τομέα της εταιρικής φορολόγησης ώστε να αντιμετωπιστεί η φοροαποφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων που πλήττει τα έσοδα του κοινωνικού κράτους. Παράλληλα, δεν απάντησε στην ερώτηση πολλών συναδέλφων σχετικά με τις θέσεις της για την προσφυγική κρίση, την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ που ρίχνει το βάρος στις χώρες πρώτης γραμμής όπως η Ελλάδα και την εισαγωγή υποχρεωτικών μετεγκαταστάσεων προσφύγων από τις χώρες της περιφέρειας σε άλλα Κράτη Μέλη της Ένωσης.
Αρνητική εντύπωση προκάλεσε και η αδυναμία της να διαψεύσει ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησής της με τους Ευρωβουλευτές των Ευρωπαίων Μεταρρυθμιστών και Συντηρητικών, όπου συμμετέχει το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας και από Ελληνικής πλευράς το κόμμα του κ. Βελόπουλου, δεσμεύθηκε ότι θα είναι πιο ανεκτική στην τήρηση της αρχής του Κράτους Δικαίου. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει διαδικασίες για την παραβίαση των βασικών ευρωπαϊκών αξιών κατά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, λόγω και των παρεμβάσεων των συγκεκριμένων κυβερνήσεων στη δικαιοσύνη και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οποιαδήποτε υποχώρηση θα ήταν πλήγμα για την Ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Τέλος, σχετικά με τα εθνικά μας θέματα δεν έδειξε τα απαραίτητα αντανακλαστικά. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, δεν αποκάλεσε τη γείτονα χώρα με την ονομασία που προέκυψε από την πρόσφατη συμφωνία, δηλαδή Βόρεια Μακεδονία, ούτε με την παλαιότερη προσωρινή (FYROM), αλλά σκέτο Μακεδονία. Παρά την παρέμβαση μου, λέγοντας της, ότι δεν υπάρχει χώρα με το όνομα αυτό στην δευτερολογία της, δεν ανασκεύασε όπως είθισται. Μάλιστα, δεν απάντησε στις ερωτήσεις τόσο τη δική μου, όσο και των Κύπριων συναδέλφων, για το πως σκοπεύει να αντιμετωπίσει τις παράνομες Τουρκικές ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ και να προστατεύσει ένα Κράτος Μέλος.
Μετά λοιπόν από την ακρόασή της κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πιθανή εκλογή της κυρίας Ούρσουλα φον ντερ Λέυεν ως Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα είναι μία θεσμική οπισθοδρόμηση στην πορεία εκδημοκρατισμού της Ένωσης, καθώς μία δημοκρατική διαδικασία θα αντικατασταθεί από τις παρασκηνιακές συμφωνίες των μεγάλων Κρατών. Επίσης πιστεύω ότι σε αντίθεση με τον Πρόεδρο Γιούνκερ ο οποίος με τις θετικές του θέσεις, σε κρίσιμες στιγμές στάθηκε στο πλευρό της πατρίδας μας, θα επηρεάσει αρνητικά τα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας.
Όσοι πιστεύουμε στην ενίσχυση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την πολιτική ενοποίηση δεν μπορούμε παρά να απορρίψουμε την συγκεκριμένη υποψηφιότητα.
Σήμερα, θα πρέπει να αποδείξουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι η προειδοποίηση που διατυπώσαμε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο δεν ήταν κούφια λόγια και είμαστε έτοιμοι να διαφυλάξουμε την αξιοπιστία μας, μην επιτρέποντας την αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών