Ολόκληρη η συνέντευξη του Αλέξη Χαρίτση στη «Νέα Σελίδα»:
Η κυβέρνηση οικοδομεί ένα «επιτελικό κράτος», το οποίο αποτέλεσε και την αφετηρία της νομοθετικής της πρωτοβουλίας. Πως σχολιάζετε την νέα μορφή διακυβέρνησης;
Όταν χαρακτήρισα τη νέα κυβέρνηση ως ένα “άλμα προς το παρελθόν” ορισμένοι διατύπωσαν επιφυλάξεις λέγοντας ότι είναι πολύ νωρίς για ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τώρα που είδαμε το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος, νομίζω όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι οι ρητορικές διαβεβαιώσεις για μια “νέα αρχή” αποδεικνύονται λόγια του αέρα. Το επιτελικό κράτος της Νέας Δημοκρατίας είναι υπερσυγκεντρωτικό -αν δει κανείς την υπαγωγή για παράδειγμα της ΕΡΤ και της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό-, αναξιοκρατικό -όπως στο παράδειγμα του διορισμού των γενικών γραμματέων-, και εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε επί της αρχής το πρώτο φορολογικό νομοσχέδιο. Τι απαντάτε σε όσους σχολιάζουν αυτή σας την στάση ως ένδειξη «πολιτικής ωριμότητας»;
Υπερψηφίσαμε επί της αρχής το φορολογικό νομοσχέδιο και καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις για επιπλέον και στοχευμένες ελαφρύνσεις. Το πράξαμε αυτό γιατί η κυβέρνηση προκειμένου να δείξει ότι την ενδιαφέρουν οι πολλοί προχώρησε σε ρυθμίσεις που ήταν ήδη δρομολογημένες από την κυβέρνησή μας- όπως οι μειώσεις του ΕΝΦΙΑ και τα σχετικά με τις 120 δόσεις. Οπότε νομίζω ο ανώριμος της υπόθεσης είναι η ΝΔ. Όταν ήταν στην αντιπολίτευση στηλίτευε τέτοιες ρυθμίσεις ως “λαϊκιστικές παροχές” και τώρα τις εμφανίζει ως μεγάλες καινοτομίες.
Στο ίδιο συναινετικό πλαίσιο, θα υποστηρίξετε τη διπλωματική πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων; Αρκεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» των αγορών -μέσω της πτώσης των επιτοκίων- όπως διατείνεται η κυβέρνηση, για μια τέτοια εξέλιξη;
Δυστυχώς δεν βλέπω τη δυνατότητα μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων με τον τρόπο που πορεύεται η ΝΔ. Και το θλιβερό είναι ότι χάρη στη συλλογική προσπάθεια του ελληνικού λαού, έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Αλλά για να την εκμεταλλευτούμε χρειάζονται επιλογές που δεν ταυτίζονται με αυτές της ΝΔ. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Η κυβέρνηση απέρριψε εξαρχής τον μηχανισμό με τον οποίο εμείς πετύχαμε τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% (μέσω του ειδικού λογαριασμού των 5,5 δις. ευρώ). Έκανε λάθος και θα το πληρώσουμε όλοι μας. Και ο λόγος που απέρριψε αυτόν τον μηχανισμό -αυτό το εργαλείο υπερ των συμφερόντων του ελληνικού λαού- είναι γιατί δεν πιστεύει στη δυνατότητα της επιτυχούς διαπραγμάτευσης.
Πόσο απέχει η προγραμματική αντιπολίτευση από την δυναμική υπεράσπιση των κοινωνικών κεκτημένων; Εκτιμάται ότι η εμπειρία διακυβέρνησής σας στέρησε από το ΣΥΡΙΖΑ τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην προγραμματική και στη μαχητική αντιπολίτευση. Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να καταθέτει τη δική του προγραμματική πρόταση για το μέλλον της χώρας και την ίδια στιγμή να μην επιτρέψει την επιστροφή στην εποχή της ανασφάλειας και της λιτότητας. Αν θέλετε, αυτή η στάση συνδέεται και με την υπεράσπιση των ριζοσπαστικών τομών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα στοχοποιούνται από τις αντιδραστικές φωνές εντός της Νέας Δημοκρατίας. Η κοινωνική πολιτική με έγνοια για τους αδύναμους και τους αόρατους, η νομοθεσία για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η συμφωνία των Πρεσπών συνιστούν τομές στη φυσιογνωμία του ελληνικού κράτους. Ο ριζοσπαστισμός δεν μετριέται στα συνθήματα, αλλά στις πράξεις που αλλάζουν προς το καλύτερο τη ζωή των πολλών.
Το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης περιγράφεται στη φράση «φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός». Θεωρείτε ότι η είσοδος πληθώρας τεχνοκρατών στο νέο κυβερνητικό σχήμα αλλάζει τους όρους και τις «προδιαγραφές» για το πολιτικό προσωπικό στο εξής;
Νομίζω υπάρχει μια παρεξήγηση εδώ. Η τεχνοκρατική διαχείριση δεν είναι μια αφηρημένη ή ουδέτερη έννοια. Έχει πρόσημο. Αν με ρωτήσετε, θεωρώ ότι η κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε -με προβλήματα και αντιφάσεις προφανώς- τη δυνατότητα να έχουμε στη χώρα τεχνοκρατική διαχείριση με κοινωνικό πρόσημο την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και των υλικών συμφερόντων των εργαζομένων, των ανέργων, των επαγγελματιών, των νέων και των συνταξιούχων. Σήμερα, αυτό που αλλάζει με τη Νέα Δημοκρατία είναι το κοινωνικό πρόσημο. Οι τεχνοκράτες που εμφανίζονται στο προσκήνιο έχουν άλλη ατζέντα- όπως φαίνεται και από τα βιογραφικά τους. Σε αυτήν η προτεραιότητα έχει η εξυπηρέτηση ιδιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων. Εκεί εδράζεται ο πυρήνας της ιδεολογικής και πολιτικής μας διαφοράς.
Έχοντας διατελέσει υπουργός Εσωτερικών, πως σχολιάζετε την νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την δυνατότητα «κυβερνησιμότητας» στους ΟΤΑ; Δεν ήταν ώριμη η Τοπική Αυτοδιοίκηση για ευρύτερες συναινέσεις μέσω της απλής αναλογικής;
Ο μόνος ανώριμος και βιαστικός εδώ είναι η κυβέρνηση που πριν ακόμα δούμε στην πράξη το νέο μοντέλο δημοκρατικής διαχείρισης έσπευσε να το ακυρώσει. Προφανώς με λυπεί διότι είχαμε δουλέψει εντατικά προκειμένου να προτείνουμε έναν νέο υπόδειγμα πολιτικής λειτουργίας που έσπαγε την δημαρχοκεντρική και εν τέλει αυταρχική παράδοση που γνωρίζαμε για χρόνια. Είναι εντυπωσιακή η φοβία της ΝΔ για τη δυνατότητα συναινέσεων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και η επιθυμία της να επιστρέψουμε σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης των δήμων που είναι συνδεδεμένο με τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και τον δήμαρχο-απόλυτο άρχοντα. Είναι μια λανθασμένη απόφαση που υποβαθμίζει την ποιότητα της δημοκρατίας μας και εν τέλει δεν αντιστοιχεί στην εποχή μας. Αλλά βλέπετε δεν αρκεί να λέει κανείς ότι πρεσβεύει το “νέο” και την “υπέρβαση”. Πρέπει να το αποδεικνύει. Και η ΝΔ αποδεικνύει τους δεσμούς της με τον πιο παλιό και παρωχημένο τρόπο άσκησης πολιτικής.
Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης πιστεύετε ότι επιταχύνει τη διαδικασία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και αν ναι ως προς ποια κατεύθυνση;
Αν εννοείτε ότι η απροκάλυπτη δέσμευση της κυβέρνησης στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και στον κοινωνικό συντηρητισμό οδηγεί όλο και περισσότερους και περισσότερες στην αναζήτηση μίας εναλλακτικής, προοδευτικής πρότασης, τότε ναι. Η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια διαδικασία που ήδη έχει ξεκινήσει από τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες υπερψήφισαν την πρότασή μας στις 7 Ιουλίου. Και είναι σαφές ότι η κοινωνική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ εκτείνεται σήμερα από την αριστερά έως τις παρυφές της κεντροδεξιάς, σε πολίτες από διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές που δεν συμφωνούν σε πολλά μαζί μας αλλά σίγουρα συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι δεν πρέπει να αφήσουμε τη χώρα έρμαιο των διεφθαρμένων και διαπλεκόμενων συμφερόντων που μας οδήγησαν στη δίνη της κρίσης.
Σας προβληματίζει η υπαγωγή των δημόσιων ΜΜΕ στην Προεδρία της Κυβέρνησης; Αφορά στην ποιότητα της Δημοκρατίας μας αυτή η εξέλιξη;
Φυσικά με προβληματίζει. Αλλά ξέρετε με προβληματίζει και κάτι άλλο. Το γεγονός ότι αυτή η πρωτοφανής απόφαση -όπως και η ανάλογη με την ΕΥΠ- πέρασε στα ειδησεογραφικά μονόστηλα δίχως να προκαλέσει τον ειδησεογραφικό σχολιασμό. Φαντάζεστε να είχε γίνει κάτι τέτοιο επί ΣΥΡΙΖΑ; Θα ακούγαμε -και δικαίως- ότι πρόκειται για μια αυταρχική μεθόδευση, η οποία δυναμιτίζει την ποιότητα της δημοκρατίας μας και παραπέμπει σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη υπερσυγκέντρωση εξουσιών. Τώρα; Φιλελεύθερη σιωπή. Σιωπή που τονίζει ένα από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας μας. Την υπαγωγή των μεγάλων δημοσιογραφικών συγκροτημάτων σε επιχειρηματικά συμφέροντα, που με τη σειρά τους βρίσκονται εδώ και καιρό σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας και συντονισμού με τη Νέα Δημοκρατία. Είναι σαφές ότι η ισχυροποίηση της ανεξάρτητης και μαχητικής δημοσιογραφίας είναι ένα μεγάλο στοίχημα και η μόνη απάντηση στην παντοκρατορία των fake news, της διαπλοκής και του κυβερνητικού ελέγχου της ενημέρωσης.
Επαναλαμβάνετε συχνά ότι το πρόγραμμα της κυβέρνησης εδράζεται και ικανοποιεί τις διαχρονικές απαιτήσεις του ΔΝΤ. Αποκλείετε δηλαδή το ενδεχόμενο η Νέα Δημοκρατία να τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους εφαρμόζοντας ωστόσο ένα άλλο μίγμα πολιτικής, όπως μέσω επενδύσεων και φοροελαφρύνσεων;
Ξέρετε, εδώ υπάρχει κάτι κρίσιμο. Η Νέα Δημοκρατία δεν θεωρεί το ΔΝΤ ως πρόβλημα. Το αντίθετο. Η Νέα Δημοκρατία ιδεολογικά και πολιτικά συγχρονίζεται και διαλέγεται με τις οικονομικές συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Μια ματιά στην πολύ πρόσφατη ιστορία μας, στα χρόνια της κρίσης, υπογραμμίζει τα νήματα ανάμεσα στους εγχώριους σεφ της λιτότητας και τον τσελεμεντέ του ΔΝΤ. Ο πυλώνας αυτής της θέσης είναι η ιδεοληπτική πίστη σε μια συνταγή: ότι οι φοροελαφρύνσεις για τους ισχυρούς θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη και εν τέλει στην ευημερία των πολλών. Θα ήταν μια πρόταση και αυτή ανάμεσα σε άλλες, αν δεν ήταν τόσο αποτυχημένη. Σε δεκάδες χώρες που εφαρμόστηκε η συνταγή αυτή το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο: οι πλούσιοι εκμεταλλεύτηκαν τις φοροαπαλλαγές και τα βάρη αυτών τα επωμίστηκαν οι λίγοι. Είναι μια παρωχημένη πρόταση που όμως η επιμονή σε αυτήν υποδεικνύει το που χτυπάει η καρδιά της Νέας Δημοκρατίας: στο μεγάλο κεφάλαιο, στους επιχειρηματικούς ομίλους, στην -συχνά διεφθαρμένη και διαπλεκόμενη- ελίτ του εύκολου χρήματος και των πελατειακών σχέσεων. Αυτή η δέσμευσή της δεν δίνει περιθώρια για ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης από αυτό που γνωρίσαμε ιστορικά στην Ελλάδα, ούτε για μια πολιτική ρήξης με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Πηγή: Left.gr