Άρθρο του Κώστα Τζαβάρα Βουλευτή Ηλείας της ΝΔ και πρώην υπουργού στα «Νέα»
Καθημερινά, η κοινωνία όλο και πιο ευμενώς αντιμετωπίζει τη προσπάθεια της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να επαναφέρει τη χώρα από την άνομη Δημοκρατία στην εύνομη Πολιτεία. Οι ρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση του επιτελικού κράτους, την αντιμετώπιση της ακυβερνησίας στους ΟΤΑ από την εφαρμογή της απλής αναλογικής και η πλήρης προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην έρευνα και διδασκαλία που έχουν γίνει πλέον νόμοι του κράτους, δεν αποτελούν απλώς βήματα επιστροφής προς μια επιθυμητή Κανονικότητα αλλά προδίδουν και ένα νέο αξιακό προσανατολισμό στη διακυβέρνηση του τόπου. Πράγματι, η νέα κυβέρνηση επιδιώκει για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου να ξανακερδηθεί η χαμένη αξιοπιστία του κράτους απέναντι στον πολίτη, να καταστεί η κρατική μηχανή αποτελεσματικός παράγοντας εξυπηρέτησης του γενικού και του δημοσίου συμφέροντος και να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι γνωστές χαοτικές συνθήκες λειτουργίας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Για την επιτυχία των σκοπών αυτών επιχειρεί ένα ενδιαφέρον πείραμα που στηρίζεται σε ένα νέο μοντέλο σύνθεσης και συγκρότησης της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το νέο σχήμα αποτελείται από ένα δεκαεπταμελές υπουργικό συμβούλιο, το πιο ολιγομελές και ευέλικτο στην ιστορία της μεταπολίτευσης (αστόχως η αντιπολίτευση επιμένει να ασκεί κριτική για το αντίθετο. Προφανώς δεν λαμβάνει υπόψη της τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι μόνο οι υπουργοί είναι μέλη του υπουργικού συμβουλίου και όχι οι υφυπουργοί, οι οποίοι είναι μέλη της κυβέρνησης). Το ολιγομελές αυτό και ευέλικτο υπουργικό συμβούλιο αποτελείται κατά κανόνα από πολιτικά πρόσωπα, που καλούνται για πρώτη φορά να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται στο ίδιο κυβερνητικό σχήμα με υφυπουργούς που είναι μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, τεχνοκράτες, διακεκριμένοι επιστήμονες και επαγγελματίες που μέχρι σήμερα δεν είχαν ενεργή συμμετοχή στη πολιτική ζωή του τόπου.
Το πείραμα, όμως, αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μεγάλο στοίχημα, που από τη θετική έκβασή του θα κριθεί η επιτυχία του κυβερνητικού προγράμματος. Ουσιαστικά, επαναφέρεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης ένα παλαιό δίλημμα: τεχνοκράτες ή πολιτικοί πρέπει να κυβερνούν ένα δημοκρατικό κράτος; Ως γνωστόν, το πρόβλημα αυτό έχει απασχολήσει ήδη από την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας τόσο την πολιτική φιλοσοφία όσο και τη τέχνη της πολιτικής. Πρώτος ο Πλάτων στην ουτοπία της καλλίπολης «Πολιτείας» είχε αναθέσει τα έργα του κυβερνήτη στο φιλόσοφο-βασιλιά, σε έναν τύπο πολιτικού που όφειλε να συγκεντρώνει όλη τη σοφία (επιστήμη). Αναγκάστηκε όμως στην ύστερη φάση της δημιουργίας του να καταλήξει σε πιο ρεαλιστικές παραδοχές και να υποστηρίξει στον «Πολιτικό» του ότι ικανός κυβερνήτης δεν πρέπει να είναι ο σοφός (επιστήμονας), αλλά εκείνος που διαθέτει τη γνώση και τις δεξιότητες ενός καλού υφαντή, δηλαδή ενός προσώπου που έχει την ικανότητα της σύνθεσης ανόμοιων πραγμάτων και δράσεων. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, υποστηρίζει ότι αυτό που χρειάζεται ο καλός πολιτικός δεν είναι η σοφία της επιστήμης αλλά η φρόνηση. Δηλαδή, η ικανότητα της διακρίσεως του επωφελούς από το επιζήμιο, του σημαντικού από το επουσιώδες κ.ο.κ (Κ. Καστοριάδης).
Με άλλα λόγια, δεν είναι η επιστημονική γνώση που βοηθάει τον πολιτικό να λάβει το εκάστοτε ορθό μέτρο διακυβέρνησης μέσα στη ρευστότητα των περιστάσεων και τη μεταβλητότητα του καιρού, να καταστήσει δηλαδή εύκαιρο το επίκαιρο παίρνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις, αλλά η φρόνηση τού να μπορεί να ιεραρχεί κοινωνικές ανάγκες και να ορίζει προτεραιότητες. Υπό τα δεδομένα αυτά, στο άμεσο μέλλον η κυβέρνηση θα κληθεί εκ των περιστάσεων να επιβεβαιώσει τον καλό της εαυτό εάν μαζί με το ρόλο του επιτελικού κράτους λάβει εγκαίρως μέτρα και για ένα «λειτουργικό κράτος», για ένα κράτος δηλαδή που θα μπορεί αποτελεσματικά και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα να ικανοποιεί τις βασικές του αποστολές (ασφάλεια, παιδεία, υγεία, εθνική άμυνα κ.λπ.). Επιπλέον, από τον προσεχή Σεπτέμβριο θα κληθεί να υπερασπίσει στην καθημερινή πράξη την αντίληψή της περί του ότι η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας εντός του «δημοσίου χώρου» του Πανεπιστημίου δεν καλύπτει μόνο την καταστολή εγκληματικών πράξεων αλλά, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον αρμόδιο υφυπουργό Παιδείας, περιλαμβάνει και την πρόληψή τους. Διαφορετικά, θα δικαιωθεί για ακόμα μια φορά ο Αριστοτέλης, όταν έλεγε ότι δεν θα ανέθετε ποτέ στον Εμπεδοκλή να διοικήσει μια πόλη!