Δήλωση για την συνάντηση του ΕΒΕ Ηλείας για τα «Πυρόπληκτα» δάνεια
Λυπάμαι που για λόγους ανεπίδεκτων αναβολής κοινοβουλευτικών μου υποχρεώσεων δεν μπορώ παρά τη θέλησή μου να συμμετέχω στην εκδήλωση του Επιμελητηρίου Ηλείας, η οποία αφορά την προστασία των πυροπλήκτων δανειοληπτών του 2007 απέναντι στη βουλιμία των τραπεζών για αναγκαστική είσπραξη ληξιπροθέσμων οφειλών για τα εν λόγω δάνεια.
Επιθυμώ όμως να εκφράσω την εντονότατη ανησυχία μου για την επιθετικότητα που έχουν αναπτύξει οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδας εναντίον των δανειοληπτών, παρόλο που η ελληνική κοινωνία για 10η συναπτή χρονιά υποφέρει από τις δυσμενείς επιπτώσεις μιας πρωτοφανούς σε ένταση και βάθος οικονομικής κρίσης.
Μιας οικονομικής κρίσης που ως γνωστόν, ενώ υποδιπλασίασε τα εισοδήματα των Ελλήνων πολιτών βίαια και απρόβλεπτα, δεν οδήγησε σε ανάλογη μείωση των απαιτήσεων των τραπεζών, κατά παράβαση κάθε αρχής αναλογικότητας και κάθε λογικής δικαιοκρατίας. Ευτυχώς, απέναντι στα επανειλημμένα αιτήματα που έχουν τεθεί σε δημόσιο διάλογο για την αναλογική συμμετοχή και των τραπεζών στις ζημιές που έχουν συνολικά προκύψει από την οικονομική κρίση, εντούτοις μέχρι σήμερα το κράτος δεν επέδειξε την πολιτική βούληση που χρειάζεται για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Για αυτό μέχρι σήμερα, το τραπεζικό σύστημα στηρίζεται μόνο στην αξιοποίηση των προνομίων που είχε αποσπάσει από την πολιτεία τους καιρούς των παχιών αγελάδων. Με τα όπλα αυτά, στη σημερινή εποχή των ισχνών αγελάδων επιτίθεται εναντίον της κοινωνίας με τρόπο ανάλγητο και πολλές φορές απάνθρωπο. Οι εισπρακτικές εταιρείες που λειτουργούν για λογαριασμό τους, συστηματικά προσβάλλουν και κακοποιούν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του πολίτη, που με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 του Συντάγματος, το κράτος υποχρεούται να προστατεύει.
Παράλληλα, οι τράπεζες, συστηματικά και χωρίς καμία τιμωρία, προσβάλλουν άξια προστασίας συμφέροντα του Έλληνα καταναλωτή, που ομοίως το κράτος με την ισχύουσα νομοθεσία οφείλει να προστατεύει.
Τα καταναλωτικά δάνεια και τα λεγόμενα «δάνεια από πιστωτικές κάρτες», που τοκίζονται με ληστρικά επιτόκια 25% ετησίως, ανατοκιζόμενα χωρίς κανέναν χρονικό ή άλλο περιορισμό αγγίζουν τοκογλυφικού χαρακτήρα ύψη, με την ανοχή τόσο των κρατικών αρχών, όσο και των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών. Καθημερινά στον «Τειρεσία» καταχωρούνται ανακοινώσεις από τράπεζες, που σε πολλές περιπτώσεις παραβιάζουν την ισχύουσα νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα.
Όμως το χειρότερο δείγμα αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς εκ μέρους των τραπεζών εντοπίζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι καταχωρημένοι στον «Τειρεσία» ταλαίπωροι δανειολήπτες επιτυγχάνουν με μύρια βάσανα να εξοφλήσουν το χρέος, αλλά οι τράπεζες παρόλο που είναι υποχρεωμένες, δεν φροντίζουν για τη διαγραφή του από τα κατάστιχα του «Τειρεσία», απαιτώντας ειδική αμοιβή για να εκπληρώσουν τη νόμιμη αυτή υποχρέωσή τους (ν.3816/2010).
Τα «πυρόπληκτα» δάνεια, ως γνωστόν, δόθηκαν με απόφαση της πολιτείας για κάλυψη των ζημιών που είχαν υποστεί τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις από τις φονικές πυρκαγιές του 2007.
Η παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας δανειοληπτών δεν έγινε στο πλαίσιο της ελευθερίας συναλλαγών που επικρατεί στην αγορά, αλλά στο πλαίσιο της προστασίας του ελληνικού κράτους απέναντι σε μερίδα πολιτών που ζημιώθηκαν από θεομηνία. Ήταν δηλαδή -και εξακολουθεί να είναι- μέτρο κρατικής πρόνοιας και όχι μέσο συναλλακτικής πίστης.
Απέναντι σε όλα αυτά οι τράπεζες έχουν ορθώσει έναν τοίχο, πάνω στον οποίο μέχρι σήμερα προσκρούουν και καταρρέουν όλες οι απόπειρες φορέων και πολιτών για την υπεράσπιση της κοινωνίας σε ένα απολύτως δίκαιο ζήτημα, που αφορά τη λήψη μέτρων για την προστασία των δανειοληπτών απέναντι στην αχαλίνωτη επιθετικότητα των τραπεζών.
Ως γνωστόν οι τράπεζες έχουν συστήσει μεταξύ τους την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, που ενώ προβάλλεται ως επιστημονικού χαρακτήρα οργάνωση, εντούτοις λειτουργεί επί της ουσίας ως συντονιστικό όργανο εναρμόνισης της συμπεριφοράς των τραπεζών στην αγορά των χρηνματοπιστωτικών υπηρεσιών και απόκρυψης της σύμπραξής τους στην οικοδόμηση ενός ιδιότυπου καρτέλ, που παραβιάζει και νοθεύει συστηματικά και διαχρονικά τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Όλοι γνωρίζουμε ότι μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών δεν υπάρχει απόκλιση σε επιτόκια, χορηγήσεις και πρακτικές. Σε όλες συναντάμε μια ομοιομορφία εναρμονισμένων πρακτικών, που προφανώς αποτελούν προϊόν μιας μεταξύ τους συνεννόησης. Επανειλημμένως με ερωτήσεις μου στη Βουλή τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχω αναδείξει τον αθέμιτο αυτό χαρακτήρα της οικονομικής δραστηριότητας των τραπεζών.
Η προηγούμενη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα προσποιείτο ότι δεν καταλαβαίνει το θέμα και είχε αναγνωρίσει πλήρη αυτονομία στη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις δανειοληπτών και δανειστών. Έπρεπε τελικά να έρθει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, για να αποφασίσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού να κάνει τη δουλειά της. Με την ηγεσία της η Επιτροπή πήρε την πρωτοβουλία να ελέγξει για σύσταση καρτέλ τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Την ερχόμενη εβδομάδα καταθέτω ερώτηση στη Βουλή με ανάλογο περιεχόμενο και ζητάω από τους αρμόδιους υπουργούς να με ενημερώσουν για τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για την προστασία των καταναλωτών από τις εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν υιοθετήσει απέναντί τους οι τράπεζες. Καλώ το Επιμελητήριο Ηλείας και όλους τους φορείς, με αναφορές και αιτήσεις τους προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού, να ενισχύσουν τον αγώνα για τη δημιουργία ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος, που χρειάζεται αυτές τις κρίσιμες ώρες η οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Ένα τραπεζικό σύστημα ανταγωνιστικό, το οποίο θα ενδιαφέρεται για τη χρηματοδότηση και όχι για την οικονομική αφαίμαξη των επιχειρήσεων και το οποίο θα αντικαταστήσει τα σημερινά τραπεζικά κουφάρια, που η μόνη ζωντανή επιχειρηματική τους δραστηριότητα εξαντλείται στο να επισπεύδουν αναγκαστικά μέτρα εναντίον των δανειοληπτών, να πωλούν σε θυγατρικές εταιρείες διαχείρισης ληξιπροθέσμων απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, που λειτουργούν στο εξωτερικό (τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια) με τίμημα που κυμαίνεται από 3% έως 5% της αξίας τους, ενώ αρνούνται πεισματικά να τα μεταβιβάσουν με τους ίδιους όρους στους δανειολήπτες.
Αυτούς τους δανειολήπτες, που δεν καταδέχονται να τους αντιμετωπίσουν, σε κάθε περίπτωση, με την επιβαλλόμενη από τις δεινές περιστάσεις της οικονομικής κρίσης επιείκεια.