Στην ανάγκη να υπάρξει ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ειδικό σχέδιο δράσης για τη δημόσια υγεία, καθώς και μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων σε περιοχές που πλήττονται οικονομικά από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, όπως η Ηλεία, για όσο διάστημα διαρκέσει η κρίση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Μιχάλης Κατρίνης μιλώντας ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη δημόσια υγεία στην ολομέλεια της Βουλής.
Ο βουλευτής επισήμανε ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ελεγχόμενη και διαχειρίσιμη κατάσταση, που δεν θέλει πανικό και τόνισε ότι πρέπει να εξάρουμε τον ρόλο, την αποτελεσματικότητα και την αυταπάρνηση των λειτουργών του δημοσίου συστήματος υγείας που σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες πραγματικά αποτελούν το καταφύγιο όλων όσοι προστρέχουν για να λάβουν τις υπηρεσίες, να ενημερωθούν ή να κάνουν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Ο Μιχάλης Κατρίνης συνέστησε στους πολίτες να ακολουθήσουν τις συστάσεις των ειδικών με ατομική ευθύνη και υπογράμμισε ότι η συμμόρφωση στις οδηγίες αφορά όλους χωρίς εξαιρέσεις, εκφράζοντας τη βεβαιότητά του ότι η Ιερά Σύνοδος με αίσθημα ευθύνης, όπως και στο παρελθόν, θα αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και θα πάρει αποφάσεις που θα λειτουργήσουν προληπτικά και αποτρεπτικά, όσον αφορά τους χώρους λατρείας και τα μέτρα προστασίας των πιστών.
Στη συνέχεια τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει πλέον σωστή διαχείριση των περιστατικών, κάτι που δεν συνέβη αρχικά στην περίπτωση των νοσοκομείων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος με ευθύνη, όχι των εργαζομένων, αλλά των διοικήσεων και του ΕΟΔΥ. Πρόσθεσε μάλιστα ότι θα πρέπει να εμπλακούν και οι ιδιωτικές μονάδες υγείας, όσον αφορά τη διαδικασία ελέγχου, αν έχουμε έξαρση την οποία προφανώς δεν μπορεί να απορροφήσει το δημόσιο σύστημα, σημειώνοντας ότι μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν εξωτερικοί ειδικοί χώροι διαλογής στα νοσοκομεία και στα κέντρα υγείας.
Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού, ανέφερε ότι απαιτείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων με τη χορήγηση στοχευμένων δανείων με ευνοϊκούς όρους στις τράπεζες των κρατών-μελών για να μπορέσουν να τα κατευθύνουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέτρα μείωσης επιτοκίων, όπως έκανε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, φορολογικές ελαφρύνσεις και απευθείας βοήθεια, ακόμη και αύξηση δημοσίων δαπανών. Όλα αυτά, βεβαίως, με στόχο ώστε η προσωρινή κρίση να μην πλήξει με μόνιμο τρόπο ανθρώπους και επιχειρήσεις, μέσω απώλειας θέσεων εργασίας και πιθανών χρεοκοπιών. Εξέφρασε, μάλιστα, την άποψη ότι είναι επιτακτικό για την ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους ευρωπαίους εταίρους μια δημοσιονομική επέκταση με επιπλέον δαπάνες για τη δημόσια υγεία, για τους επαγγελματίες και τους εργαζόμενους που πλήττονται αυτή τη στιγμή από την κρίση του κορωνοϊού.
Σχολιάζοντας τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τα χαρακτήρισε αναγκαία, αλλά ανεπαρκή και εκτίμησε ότι αφορούν μια ελάχιστη κατηγορία περιπτώσεων επιχειρηματιών, επαγγελματιών και εργαζομένων που ήδη πλήττονται σε κάποιες περιοχές- δυστυχώς, μία απ’ αυτές περιοχές είναι και ο Νομός Ηλείας- από την κρίση λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η δέσμη μέρων που αναμένουμε για το επόμενο διάστημα δεν πρέπει να μιλάει για αναστολή, αλλά για απαλλαγή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών, μερική μισθολογική κάλυψη των εργαζομένων (εφόσον υπάρχει δημοσιονομική επέκταση), εάν οι επιχειρήσεις τους προσωρινά κλείσουν. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να προβλεφθούν ρυθμίσεις για τους γονείς των παιδιών που πηγαίνουν στα σχολεία και λόγω των μέτρων αναγκάζονται οι ίδιοι να λείπουν από την εργασία τους.
Ο βουλευτής καταλήγοντας επισήμανε ότι χρειάζεται ένα συνολικό πακέτο μέτρων που θα αποτρέψει οικονομικές επιπτώσεις, πιθανόν ολέθριες, για την οικονομία, ενώ ειδικότερα για τις επιπτώσεις στον τουρισμό, εκτίμησε ότι μια μείωση της τάξης του 10% σε σχέση με τα 18 δις ευρώ έσοδα της περυσινής χρονιάς θα ισοδυναμεί με 1% μείωση του ΑΕΠ, τη στιγμή, ωστόσο, που η McKinsey κάνει χειρότερες προβλέψεις και μιλά για κάμψη 40% του τουριστικού προϊόντος.