Του Μιχάλη Κατρίνη
Η μόνη, ως τώρα, στρατηγική αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης σε όλο τον πλανήτη, αλλά και στη χώρα μας, φαίνεται ότι είναι το «βλέποντας και κάνοντας». Μια στρατηγική που υποδεικνύεται από τους ειδικούς, εφόσον όλα εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας και την πρόοδο στον τομέα των μέσων αναχαίτισής της.
Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί πανάκεια για όλες τις περιπτώσεις. Δεν αποτελεί σωστή επιλογή η υιοθέτηση του «βλέποντας και κάνοντας» στην οικονομία, όταν το καράβι έχει ήδη προσκρούσει στο παγόβουνο και το ζητούμενο δεν είναι αν πρέπει να οργανωθεί επιχείρηση διάσωσης, αλλά το πόσοι και ποιοι θα σωθούν.
Με βάση μια τέτοια αναλογία, βλέπουμε την κυβέρνηση να αποφασίζει να διαθέσει σωστικά μέσα μόνο για το πλήρωμα και όλους όσοι ταξίδευαν με ασφάλεια σε καμπίνα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες του καταστρώματος αφήνονται στο έλεος της τύχης τους, στο μέσο του ωκεανού.
Και αυτοί δεν είναι λίγοι, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας. Είναι οι μακροχρόνια άνεργοι για τους οποίους δεν προβλέπεται κάποιο βοήθημα. Είναι οι βιώσιμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες, που θα έσωζε, υποτίθεται, η ΝΔ από τη φορομπηχτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που λόγω εκείνης της υπερφορολόγησης δεν είναι ‘’τραπεζικά ενήμεροι’’ και εξαιρούνται από τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας! Είναι και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα μείνουν άνεργοι. Είναι και οι αγρότες και κτηνοτρόφοι, που χωρίς άμεση ενίσχυση είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν, με συνέπειες όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για τη διατροφική επάρκεια της χώρας.
Είναι, επομένως, σαφές ότι οι αποφάσεις του σήμερα κρίνουν το αύριο και εγκυμονούν νέες ακραίες ανισότητες στην ελληνική κοινωνία και νέους μη προνομιούχους. Υπάρχει χρόνος να αποτραπεί ο εφιάλτης μιας ανθρωπιστικής κρίσης και να δοθεί η ευκαιρία της διάσωσης σε όλους. Βούληση υπάρχει;