Η πανδημία του κορονοϊού στην Ευρώπη φαίνεται πως δε βάζει σε δοκιμασία μόνο τη δημόσια υγεία, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή συνοχή. Βλέπουμε να επαναλαμβάνεται αυτό που ζήσαμε και στην πρότερη οικονομική κρίση, δηλαδή η περιχαράκωση των εύρωστων εθνικών οικονομιών του Βορρά στα κεκτημένα τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής σε ολόκληρο το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Με αφορμή τη δίκαιη και κατάλληλη πρόταση για έκδοση ενός κορονο-ομόλογου, προκειμένου να αμοιβαιοποιηθεί το κόστος της υγειονομικής κρίσης και να μπορέσουν οι πληγείσες οικονομίες να ανακάμψουν, τα κράτη – μέλη του Βορρά με προεξάρχουσα τη Γερμανία, ορθώνουν τείχος αντιρρήσεων. Είναι πασιφανές ότι επιδιώκουν να διαφυλάξουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, πολύ μακριά από τις αρχές της αλληλεγγύης, της ισότητας και της οικονομικής σύγκλισης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στις καταστατικές αρχές της.
Ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τέθηκαν στην ιδρυτική της συνθήκη, ήταν να προωθήσει την ισόρροπη και σταθερή οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Αν και από τότε πέρασαν σχεδόν τρεις δεκαετίες, είναι ολοφάνερο ότι ο στόχος αυτός όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά το οικονομικό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει διευρυνθεί δραματικά, προς όφελος των ισχυρών οικονομιών και κυρίως της Γερμανίας. Η Ευρωπαϊκή οικονομία, παρά το κοινό νόμισμα των χωρών της ΟΝΕ, δεν προσεγγίζεται ως ενιαία ούτε και τώρα, που η Ευρώπη κλονίζεται από αυτή την αναπάντεχη υγειονομική κρίση.
Βλέπουμε, λοιπόν ότι, χώρες με σημαντικό δημοσιονομικό περιθώριο, άρα και ευχέρεια γρηγορότερης επανόδου της οικονομίας, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία, αρνούνται το ειδικό ομόλογο για τον κορονοϊό, που θα δώσει τη δυνατότητα στις χώρες με ισχνό δημοσιονομικό περιθώριο να επανεκκινήσουν τις δικές τους οικονομίες. Προτείνουν ξανά ως δήθεν λύση το δανεισμό με όρους μέτρων λιτότητας και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Κάποιοι, δηλαδή, μετά την υγειονομική κρίση, θα είναι ακόμα πιο μπροστά, κάποιοι ακόμα πιο πίσω, προοπτική που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της ισόρροπης και σταθερής οικονομικής και κοινωνικής προόδου.
Δυστυχώς, ο οργανισμός «Ευρώπη» δε δείχνει να έχει αλλάξει τις προβληματικές αντιλήψεις και τις πρακτικές που ακολούθησε στην αντιμετώπιση της τελευταίας οικονομικής κρίσης. Είναι αναπόφευκτο, κάτω από αυτές τις συνθήκες περιχαράκωσης και οχύρωσης των ισχυρών εταίρων γύρω από τα συμφέροντα των εθνικών τους οικονομιών, να ενισχύεται αυτό που ονομάζεται «ευρωσκεπτικισμός», που μπορεί να ενισχύσει τις φυγόκεντρες τάσεις, απειλώντας τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πριν δέκα χρόνια ξεκινούσε η περιπέτεια της χώρας μας στο λαβύρινθο των μνημονίων, από τον οποίο με πολλές θυσίες και απώλειες εξήλθαμε το 2018. Τώρα, όμως, δεν είναι μόνη η Ελλάδα, που βρέθηκε στο στόχαστρο μιας απαράδεκτα εκδικητικής και εξοντωτικής αντιμετώπισης από τους εταίρους μας. Η Ισπανία και κυρίως η Ιταλία δεν φαίνονται διατεθειμένες να ανεχθούν τέτοιες συμπεριφορές.
Η υγειονομική κρίση, ίσως, θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για έναν ευρύτερο αναστοχασμό με επίκεντρο την Ευρώπη και την αναγκαιότητα ενίσχυσης της κοινής ευημερίας των λαών της και της κοινωνικής συνοχής. Δυστυχώς, η αλλεπάλληλη αποτυχία της Ε.Ε. να διαχειριστεί τόσο την οικονομική όσο και την προσφυγική κρίση, δεν μας κάνει αισιόδοξους.