Εν μέσω της υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση εισήγαγε και ψήφισε το νέο αντιπεριβαλλοντικό νομοσχέδιο. Η «αγωνία» του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για την ταχύτερη ψήφιση του νομοσχεδίου, αποδεικνύεται από την εσπευσμένη κατάθεσή του τα μεσάνυχτα της 24-4-2020 στη Βουλή και μάλιστα με τη διαδικασία της έκτακτης ανάγκης, σε καιρό περιορισμένης λειτουργίας του κοινοβουλίου. Ο σκοπός, ακόμα και για τους πιο καλοπροαίρετους είναι προφανής: Οι κυβερνώντες επιδίωξαν να «περάσουν» όλα αυτά, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν αντικείμενο εντόνου πολιτικού διαλόγου, με μεγάλες αντιδράσεις και έντονες κοινωνικο-οικονομικές διαστάσεις.
Το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει την εύλογη καταδίκη από το σύνολο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, αλλά και των επιστημονικών φορέων, οι όποιοι δικαίως το χαρακτηρίζουν ως οδυνηρό για το περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων:
• ξεπουλάει το φυσικό δημόσιο πλούτο και τα δίκτυα ενέργειας, καθώς προωθείται η πώληση ποσοστού που κατέχει το δημόσιο,
• καταργεί τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών ανά την Ελλάδα, και στη θέση τους προβλέπεται ένας κεντρικά ελεγχόμενος φορέας. Με αυτό τον τρόπο οι τοπικές κοινωνίες και οι φορείς τους δε θα μπορούν να διαμορφώνουν άποψη, και έτσι διευκολύνεται η προώθηση καταστροφικών σχεδίων για το περιβάλλον,
• υποβαθμίζει την περιβαλλοντική αδειοδότηση, καθώς ο ουσιαστικός έλεγχος με γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών καταργείται επί του πρακτέου, ενώ παράλληλα εισάγεται το καθεστώς των ιδιωτών αξιολογητών,
• παραβιάζει σωρεία Συνταγματικών διατάξεων, Ευρωπαϊκών οδηγιών και Διεθνών συμβάσεων, όπως επεσήμαναν ο Συνήγορος του Πολίτη και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο,
• καταργεί και αρμοδιότητες των ΟΤΑ.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί να κάνει όλα εκείνα που δεν πρόλαβε πριν το 2015. Η «βιασύνη» που τη διακατέχει για να ξεπουλήσει δημόσια περιουσία και να παραχωρήσει τον κερδοφόρο ΑΔΜΗΕ σε ιδιωτικό μονοπώλιο, είναι χαρακτηριστική. Τη στιγμή που λόγω της υγειονομικής κρίσης αναδείχθηκε παγκοσμίως η σημασία και η αξία των δημόσιων υπηρεσιών και έχει τεθεί με ένταση η αναγκαιότητα ενίσχυσης των δημοσίων υποδομών και δικτύων, η κυβέρνηση επιλέγει να προχωρήσει στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση και να ιδιωτικοποιήσει το κρίσιμο για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας δίκτυο ενέργειας.
Ζητήσαμε, λοιπόν, εύλογα την απόσυρση του νομοσχεδίου, καθώς:
Ø λόγω των περιοριστικών μέτρων, δεν είχαν όλοι οι βουλευτές τη δυνατότητα να τοποθετηθούν στο βήμα της Βουλής και ν΄ αναδείξουν όλες τις πτυχές του, ώστε να ενημερωθεί με πληρότητα ο ελληνικός λαός,
Ø η διαβούλευση του σχεδίου νόμου που είχε προηγηθεί ήταν ανεπαρκής έως μηδαμινή,
Ø εμπεριέχονται στη τελική μορφή του πενήντα επιπλέον άρθρα από αυτά που κατατέθηκαν στη δημόσια διαβούλευση, εκ των οποίων πολλά χαρακτηρίζονται από φωτογραφικές διατάξεις και «εξυπηρετήσεις».
Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν άκουσε ούτε την αντιπολίτευση, ούτε τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, ούτε επιστημονικούς και άλλους φορείς και προχώρησε στη ψήφιση του νομοσχεδίου, παρά το γεγονός ότι πολλές από τις διατάξεις του έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές.
Η προστασία της φύσης και των δημοσίων αγαθών είναι κρίσιμα ζητήματα, τα οποία απαιτούν ενδελεχή διάλογο και ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στις αποφάσεις.
Είναι σαφές ότι η αναπτυξιακή διαδικασία συνδέεται άρρηκτα με την προστασία του περιβάλλοντος. Μια εφήμερη και καταστροφική για το περιβάλλον ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη. Μπορεί να εξυπηρετήσει προσωρινά συμφέροντα, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, που υπαγορεύει την προστασία του περιβάλλοντος και για τις μελλοντικές γενιές.
Βιώσιμες και με κοινωνική ανταπόδοση επενδύσεις, δεν είναι οι επενδύσεις της «αρπακτής» και της καταστροφής του. Είναι αυτές που ακολουθούν τους περιβαλλοντικούς κανόνες και σέβονται τη φύση για να εξασφαλίζεται η αειφόρος ανάπτυξη. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα έπρεπε να έχουν κάνει τους κυβερνώντες σοφότερους, πιο λογικούς και ευαίσθητους. Δυστυχώς, στη χώρα μας οφείλουμε να επισημαίνουμε συνεχώς τα αυτονόητα, καθώς το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για θέματα βιοποικιλότητας και προστασίας του περιβάλλοντος περιορίζεται σε λεκτικό επίπεδο, ενώ σε νομοθετικό επίπεδο εφαρμόζει μια «οικολογική βαρβαρότητα».