Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που «καίνε» τους κλάδους του πρωτογενή μας τομέα, είναι η ύπαρξη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που συμπιέζουν σε ασφυκτικά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων των παραγωγών μας. Αν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, για τις οποίες η κυβέρνηση δεν έλαβε μέτρα στήριξης για τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους αλιείς μας, αφήνοντάς τους κυριολεκτικά να παλεύουν μόνοι τους, τότε η κατάσταση χειροτερεύει ακόμα περισσότερο.
Η διαδικασία διάθεσης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων – από την παραγωγή στον καταναλωτή- διακρίνεται από πολλαπλά στάδια και φορείς που παρεμβάλλονται μέχρι να φτάσουν στον τελικό αποδέκτη, διαμορφώνοντας την αυξημένη τελική τιμή του προϊόντος. Την ίδια στιγμή η παραγωγή των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων χαρακτηρίζεται, ιδιαιτέρως, από αβεβαιότητα εξαιτίας του βιολογικού παράγοντα, αλλά και των απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών, που μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά την παραγωγή. Επιπλέον, τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα είναι ευαλλοίωτα και διακρίνονται από εποχικότητα. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η ανάγκη για προστασία έναντι των αθέμιτων πρακτικών είναι κομβικής σημασίας, για να μπορέσει ο αγροτικός τομέας να συνεχίσει να παράγει και να είναι βιώσιμος.
Στη χώρα μας, δυστυχώς, τα σχετικά περιστατικά που καταγράφονται είναι πολλά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους παραγωγούς της πατάτας, οι οποίοι κυριολεκτικά δίνουν το προϊόν που παράγουν σε εξευτελιστικές τιμές. Είναι ανεπίτρεπτο να πουλάνε σε τιμή 0,12 ευρώ το κιλό, όταν το κόστος παραγωγής είναι τουλάχιστον 0,20 ευρώ, ενώ η τιμή στο λιανεμπόριο αγγίζει το 1 ευρώ/κιλό! Η τεράστια αυτή διαφορά ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού και του καταναλωτή, δείχνει παραστατικά το μέγεθος του προβλήματος, που έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο την παραγωγική μας διαδικασία. Παράλληλα, οι παράνομες «ελληνοποιήσεις» των προϊόντων, που καταγγέλλουν οι παραγωγοί, εξελίσσονται σε μάστιγα, καθώς η αγορά στερείται ελέγχων.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, εκδόθηκε η Οδηγία (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 «Σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων». Σύμφωνα με αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν ένα ελάχιστο ενωσιακό πρότυπο προστασίας κατά των πρακτικών αυτών.
Τη στιγμή που άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν προβεί σε νομοθέτηση για την προστασία των παραγωγών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των χονδρεμπόρων και του λιανεμπορίου, με πρόστιμα ύψους έως 1 εκατ. Ευρώ, η ελληνική κυβέρνηση εμμένει στο σύνηθες πια επιχείρημα της για τη «μη δυνατότητα παρέμβασης στην αγορά», λόγω του ελεύθερου ανταγωνισμού, αφήνοντας την πρωτογενή παραγωγή τελείως απροστάτευτη.
Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αναγνωρίζοντας την κρισιμότητα του θέματος, καταθέσαμε προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ερώτηση σχετικά με την ανάγκη ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που συνθλίβουν τα εισοδήματα των παραγωγών μας. Οφείλει, λοιπόν, η κυβέρνηση να αφήσει στην άκρη τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και ρητορική της για το «αόρατο χέρι» που θα ρυθμίσει την αγορά, και να σπεύσει να ενσωματώσει στη χώρα μας την Ευρωπαϊκή Οδηγία, αλλά να προβεί στη θέσπιση και εθνικών κανόνων, όλων εκείνων των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, που θα προστατεύουν τους παραγωγούς.
Στεκόμαστε δίπλα στους παραγωγούς και διεκδικούμε μαζί τους όσα τους αξίζουν και τους ανήκουν. Ζητάμε την προστασία τους από τις αθέμιτες πρακτικές και τη διασφάλιση του δικαιώματός τους στην αξιοπρεπή διαβίωση. Θα επιμείνουμε όσο χρειαστεί.