Του Γιάννη Κουτσούκου
Από την Ενιαία Αγορά στους Ενιαίους Κανόνες για την παραγωγή και την απασχόληση
Η χώρα μας, χάρη στις θυσίες του Ελληνικού Λαού και παρά τις προσπάθειες των «πρακτόρων» της αντιευρωπαϊκής στρατηγικής, αφελών και στρατευμένων, βρίσκεται σήμερα στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. δηλαδή στο Ευρώ.
Η μεγάλη αυτή κατάκτηση, από το 2002 με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και του Κώστα Σημίτη, παρέμεινε ως Εθνική Στρατηγική την μακρόχρονη περίοδο της κρίσης παρότι υπονομεύτηκε από το λεγόμενο αντιμνημονιακό μέτωπο των λαϊκιστών της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Το γεγονός ότι η ηγεσία της Ε.Ε., μετά τη συμφωνία Μακρόν - Μέρκελ, προσανατολίστηκε πλέον στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης (NEXT GENERATION EU) για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού, αποτελεί προφανώς δικαίωση της στρατηγικής που σταθερά το ΠΑΣΟΚ και το Κίνημα Αλλαγής έχει υποστηρίξει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., πολύ περισσότερο δε μετά την κρίση του κορωνοϊού.
Η Ευρώπη έχει τώρα την ευκαιρία να δώσει μια νέα δυναμική στην Ευρωπαϊκή Ιδέα, ώστε η ενιαία αγορά με την Ελευθερία κίνησης ανθρώπων και κεφαλαίων να μετασχηματισθεί σε ενιαίο πλαίσιο με κοινούς κανόνες για την ενίσχυση της παραγωγής και της απασχόλησης.
Με την ελπίδα ότι θα ξεπεραστούν με αντιρρήσεις του μπλοκ των χωρών του Βορά, μεταξύ των οποίων βρίσκονται δυστυχώς αρκετές Κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατών και ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα γίνει αποδεκτή, τίθενται πολλά σοβαρά ερωτήματα για το πως το μεγάλο αυτό πακέτο των 750 δισ. θα αξιοποιηθεί από τις χώρες μέλη, σε ποια κατεύθυνση και με ποιες διαδικασίες.
Στα ερωτήματα αυτά οφείλουμε να απαντήσουμε, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι στην πατρίδα μας και τις μελλοντικές γενιές, χωρίς να παρασυρθούμε από την ευωχία ότι θα είμαστε ως χώρα ευνοημένη από την κατανομή των κονδυλίων.
Προφανώς, το πρώτο ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά στο γεγονός ότι η στρατηγική του σχεδιασμού της αξιοποίησης των πόρων δεν μπορεί να είναι εργαλείο αναπαραγωγής της κυβερνητικής εξουσίας, πολύ περισσότερο δε των κλειστών κυκλωμάτων του λεγόμενου «επιτελικού κράτους».
Μπροστά στη μεγάλη αυτή πρόκληση – ίσως την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας – οφείλει πρώτα η Κυβέρνηση και μετά όλοι οι υπόλοιποι, κόμματα, κοινωνικοί και παραγωγικοί φορείς, να συνεργαστούν προκειμένου να συνδιαμορφώσουν στο πλαίσιο μιας Εθνικής Συνεννόησης τις κύριες – βασικές πτυχές αυτού του νέου πολύ ισχυρού εργαλείου, για την ανάπτυξη και την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας.
Να απαντήσουμε δηλαδή, συλλογικά για το πως οι βασικοί άξονες που θέτει η Ε.Ε. για την ενίσχυση των υποδομών υγείας, το περιβάλλον και την ψηφιοποίηση θα αποτελέσουν, με τη διοχέτευση και αξιοποίηση των πόρων στους κλάδους της ελληνικής παραγωγής και μεταποίησης και με τα κατάλληλα κίνητρα και υποδομές, τον μοχλό για την παραγωγική αναβάθμιση της Ελληνικής Οικονομίας, ώστε να είναι ταυτόχρονα εξωστρεφής και λιγότερο ευάλωτη από εξωγενής παράγοντες, όπως είναι τώρα ο τομέας των υπηρεσιών και κυρίως του τουρισμού.
Αρκεί μόνο να σκεφτούμε ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας δεν έχουν να κάνουν μόνο με την προσέλκυση επισκεπτών, αλλά και με τις συνθήκες παραγωγής στον αγροτικό τομέα, την εκμετάλλευση των αειφόρων πηγών ενέργειας, καθώς και ότι μπορούμε να μετατρέψουμε σε μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα το κεκτημένο του Ε.Σ.Υ. στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Αν κατά συνέπεια εξασφαλίσουμε χρηματοδοτικά εργαλεία που μέσω των υποδομών και δικτύων ευρείας κλίμακας και την ψηφιοποίηση δώσουν την απαραίτητη ώθηση στην πρωτογενή παραγωγή, την μεταποίηση και την παραγωγή καθαρής και φθηνής ενέργειας με εσωτερική προστιθέμενη αξία, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματικό μετασχηματισμό της Ελληνικής Οικονομίας.
Η άλλη μεγάλη ενότητα ερωτημάτων, αφορά στους γραφειοκρατικούς, αγκυλωμένους και αναποτελεσματικούς μηχανισμούς διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων, που τουλάχιστον στη χώρα μας καταγράφουν κάθε φορά την αποτυχία τους με την αργή, οπισθοβαρή απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Αρκεί να σκεφτούμε ότι από το τρέχον χρηματοδοτικό πρόγραμμα 2013- 2020, που λήγει σε μερικούς μήνες, έχουν εισρεύσει στην Ελληνική Οικονομία μόνο το 25% των διαθέσιμων πόρων.
Χρειάζεται επομένως μια πιο απλή, γρήγορη αλλά και διάφανη από κάθε άποψη διαδικασία υλοποίησης του νέου αυτού χρηματοδοτικού προγράμματος των 32 δισ. περίπου, που προφανώς δεν μπορεί να ελέγχεται, να καθοδηγείται και να χειραγωγείται ούτε από τον εκάστοτε Υπουργό, ούτε από τα κάθε λογής συμφέροντα και διαμεσολαβητές που έχουν κάνει επιστήμη την τροφοδότηση του «Πίθου των Δαναΐδων» με ευρωπαϊκούς πόρους.
Ιδέες, σκέψεις και προτάσεις σ’ αυτή την κατεύθυνση έχουν ακουστεί και θα ακουστούν πολλές, παρότι μερικές φαντάζουν πρωτοφανείς. Ποιός όμως θα μπορούσε να σκεφθεί πριν μερικά χρόνια ότι ο κεντρικός φοροεισπρακτικός μηχανισμός της χώρας θα υπαγόταν σε μια Ανεξάρτητη Αρχή, κάτω από το άγρυπνο μάτι των δανειστών, όπως ακριβώς έγινε με τη μετατροπή της Γ. Γ. Δημοσίων Εσόδων σε Α.Α.Δ.Ε. από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Το ζήτημα βέβαια δεν αφορά μόνο τους εσωτερικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, αλλά κυρίως τους ευρωπαϊκούς, καθώς αυτοί θα δώσουν τις γενικές κατευθύνσεις, θα εποπτεύσουν την εξειδίκευση και υλοποίησή τους.
Έχει, κατά συνέπεια, τεράστια σημασία οι αποφάσεις της Ε.Ε. για την εξειδίκευση του νέου προγράμματος να μην επιτρέψουν το άνοιγμα του χάσματος μεταξύ των ισχυρών οικονομιών του Βορά και των αδύναμων του Νότου.
Το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο στην ποσοστιαία κατανομή των πόρων, καθώς η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου εμφανίζονται ευνοημένες, καθώς θα λάβουν πολλαπλάσια ποσά της συμμετοχής τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, αλλά αφορά κυρίως τους κανόνες και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν.
Μπορεί δηλαδή, οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορά που έχουν πολύ μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια από τις χώρες του Νότου να αξιοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις, ώστε δικές τους επιχειρήσεις να ασκήσουν επιθετική πολιτική εξαγοράς πληττόμενων επιχειρήσεων του Νότου ή ακόμα να ευνοήσουν επιχειρήσεις με έδρα σε φορολογικούς παραδείσους, να ασκήσουν αθέμιτο ανταγωνισμό - μέχρι εξοντώσεως- σε επιχειρήσεις του Νότου, καθιστώντας έτσι πιο εξαρτημένες και αδύναμες τις οικονομίες του Νότου.
Κατά συνέπεια, το μεγάλο στοίχημα για την Ευρώπη και το μέλλον της δεν είναι μόνο αν θα εγκριθεί η πρόταση για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης, ή όπως αλλιώς ονομασθεί το φιλόδοξο αυτό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά πως θα αξιοποιηθεί και με τι κανόνες ώστε μαζί με τα κριτήρια της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας να δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο κανόνων παραγωγής και απασχόλησης που θα μετεξελίξει την Ευρώπη της Ενιαίας Αγοράς, στην πραγματική Ευρώπη της συνοχής και της αλληλεγγύης.
Το Κίνημα Αλλαγής, ο γνήσιος φορέας της Σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, οφείλει αυτά τα ζητήματα να τα αναδείξει με τις πολιτικές του παρεμβάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, και αυτό κάνει η Φώφη Γεννηματά, υπενθυμίζοντας πάντα σε κάθε πλευρά, ότι ήταν το ΠΑΣΟΚ και ο Α. Παπανδρέου που άνοιξε το δρόμο των πολιτικών συνοχής και ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής προοπτικής με το μνημόνιο προς την ΕΟΚ το 1981 και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που ακολούθησαν.
(Δελτίο Τύπου)