«Επενδύουμε στη μεταμόρφωση της χώρα μας για να κάνουμε τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη», τονίζουν από την κυβέρνηση - Εμπροσθοβαρές και με αναδρομικότητα θα είναι το Ταμείο Ανάκαμψης
Αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεσμεύονται τα σημαντικά αυτά κεφάλαια να κατευθυνθούν στην υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, στη στήριξη της επιχειρηματικότητας και σε ελαφρύνσεις στα νοικοκυριά από φορολογικά βάρη. «Βάζουμε ξανά την Ελλάδα στο χάρτη ενός κόσμου που αλλάζει», αναφέρουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: «Επενδύουμε στη μεταμόρφωση της χώρα μας για να κάνουμε τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη».
Αποτελεί, όμως, ταυτοχρόνως, «εθνική επιτυχία» για την Ελλάδα που ήταν εξ αρχής στις χώρες που ζήτησαν να υπάρξει φιλόδοξη, γενναία αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο απέναντι στην κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού. «Συμμετείχαμε ενεργά σε όλες τις διαπραγματεύσεις και πετύχαμε να πάρουμε όσα χρήματα διεκδικήσαμε», αναφέρουν.
Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19,5 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και τα 12,5 δισ. δάνεια. Σε αυτά προστίθενται σχεδόν 40 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, τα οποία θα δοθούν μέσα από δράσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την περίοδο 2021- 2027.
Ιδιαίτερη σημασία δίνουν στην κυβέρνηση και σε δύο ακόμη πτυχές του Ταμείου Ανάκαμψης:
Πρώτον, θα είναι εμπροσθοβαρές, καθώς τo 70% των επιχορηγήσεών του είναι πόροι που θα δεσμευτούν τα έτη 2021 και 2022. Το υπόλοιπο 30% θα δεσμευτεί μέχρι το τέλος του 2023.
Δεύτερον, θα έχει αναδρομικότητα επιλεξιμότητας. Δηλαδή, εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, οι σχετικές δράσεις που ξεκίνησαν από την 1η Φεβρουαρίου 2020 και μετά, μπορεί να είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ReactEU και του RRF, υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκουν τους στόχους των αντίστοιχων προγραμμάτων.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η κυβέρνηση θα οριστικοποιήσει τις προτεραιότητες του νέου εθνικού σχεδίου Ανάπτυξης λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη και τις προτάσεις των κομμάτων. «Αυτή η συζήτηση είναι μία συζήτηση η οποία αφορά συνολικά το πολιτικό σύστημα», τόνισε. Και δεσμεύτηκε για την κατάθεση του συνολικού σχεδίου της χώρας στην Κομισιόν στις 15 Οκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν μνημονιακοί όροι ούτε βέτο
Από το κυβερνητικό επιτελείο επιμένουν ότι μνημονιακοί όροι δεν υπάρχουν. «Είναι απολύτως ξεκάθαρο αυτό. Ακόμη και ο σοσιαλιστής Πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σαντζεθ, ο οποίος συγκυβερνά με το “αδελφό κόμμα” του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι “πρόκειται για ένα πραγματικό σχέδιο Μαρσαλ”», υποστηρίζουν.
Σημαντικό θεωρείται ότι δεν πέρασε και η απαίτηση ορισμένων χωρών για να προβλέπεται έγκριση των έργων. Είναι απολύτως σαφές, τόνισε ο Πρωθυπουργός, ότι κανένας δεν έχει βέτο σε επίπεδο Συμβουλίου. Άρα, καμία χώρα δεν μπορεί να μπλοκάρει την εκταμίευση μιας άλλης. Εξάλλου θα ήταν παράλογο εάν μπορούσε να συμβεί αυτό, διότι οι 27 χώρες έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρητικά θα μπορούσε να το κάνει κάθε χώρα.
Προβλέπεται, ωστόσο, μια πρόσθετη διαδικασία η οποία προσθέτει λίγο χρόνο σε περίπτωση που ενεργοποιηθεί. Στην περίπτωση που κάποια χώρα έχει κάποια ένσταση, υπάρχει η διαδικασία του «χειρόφρενου», οπότε το σχέδιο πηγαίνει για συζήτηση στο Συμβούλιο, χωρίς όμως καμία χώρα να έχει τη δυνατότητα να βάλει βέτο και να μπλοκάρει εκταμίευση. Δεν εκτιμάται, όμως, ότι θα ενεργοποιείται συχνά. Κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται κανένα ζήτημα ως προς την απορρόφηση των πόρων από το σημαντικό αυτό χρηματοδοτικό εργαλείο.
Οι διαπραγματεύσεις και οι συμβιβασμοί που έγιναν από την ώρα που κατατέθηκε η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέχρι την επίτευξη συμφωνίας στο Συμβούλιο Κορυφής δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η Ευρώπη. Τελικά, όπως επισήμανε ο Πρωθυπουργός, ο κορωνοϊός, μέσα από την τραγωδία που προκάλεσε, έδωσε το έναυσμα στην Ευρώπη, να κάνει ένα βήμα το οποίο μέχρι και πριν από τρεις μήνες φαινόταν αδιανόητο. Πολλές φορές η Ευρώπη δείχνει να είναι στατική και μετά κάνει ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Αυτό το οποίο έγινε, κυρίως η δυνατότητα να δανειστούμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι όχι μόνο ένα σημαντικό για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε ο κορωνοϊός, αλλά και μια μεγάλη παρακαταθήκη για το μέλλον της Ευρώπης.