Η παθητική στάση της ΕΕ και τα νέα «αγκάθια» για την επανάληψη των διερευνητικών επαφών στην Αθήνα - Γιατί κυβερνητικοί παράγοντες κάνουν λόγο για «περιορισμένης εμβέλειας» πρόκληση - Το μεγάλο ερώτημα είναι τι οδηγίες έχει το πλήρωμα του τουρκικού πλοίου
Η έξοδος στο Αιγαίο του «Τσεσμέ», ενός ερευνητικού πλοίου που ανήκει στο τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό και όχι σε κάποιο ερευνητικό ινστιτούτο, δοκιμάζει τις αντοχές του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες αναφέρονταν στις προγραμματιζόμενες -μέχρι τις 2 Μαρτίου- υδρογραφικές εργασίες από το «Τσεσμέ» στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στη Λήμνο, τον Αγιο Ευστράτιο και τη Σκύρο ως μια «περιορισμένης εμβέλειας» πρόκληση. Αρμόδια στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης εξηγούν ότι η προφανής παρανομία στην έξοδο του «Τσεσμέ» είναι ότι η NAVTEX με την οποία ανακοινώθηκαν υδρογραφικές εργασίες εκδόθηκε από τον παράκτιο σταθμό της Σμύρνης που δεν έχει δικαιοδοσία να αδειοδοτεί ερευνητικές εργασίες στο Αιγαίο, ακόμη και αν οι έρευνες αυτές προγραμματίζονται σε διεθνή ύδατα. Οσο και αν επιχειρείται η υποβάθμιση του «τσαμπουκά» των Τούρκων με τον πλου του «Τσεσμέ» για έρευνες δίπλα σε τρία ελληνικά νησιά, το μπαλάκι είναι στην ελληνική κυβέρνηση που θα πρέπει να καθορίσει τον τρόπο αντίδρασής της.
Τι θα κάνει το «Τσεσμέ»;
Το ακόμη πιο πονηρό της τουρκικής κίνησης με το «Τσεσμέ» είναι ότι η περιοχή όπου έχουν δηλώσει πως θα διενεργηθούν υδρογραφικές έρευνες τέμνει τον 25ο μεσημβρινό που, κατά τους Τούρκους, θα έπρεπε να είναι το όριο για την διχοτόμηση του Αιγαίου σε δύο ζώνες έρευνας και διάσωσης. Η Αγκυρα προσπαθεί να διεκδικήσει για λογαριασμό της την περιοχή ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, αξιώνει δηλαδή να αποκτήσει τον έλεγχο για επιχειρήσεις Search And Rescue (SAR) στο μισό Αιγαίο! Ο 25ος μεσημβρινός τέμνει τον Αγιο Ευστράτιο. Η περιοχή που έχουν δηλώσει οι Τούρκοι ότι θα κινηθεί το σκάφος τους για έρευνες είναι προσεκτικά σχεδιασμένη ώστε να περιλαμβάνει περιοχή -σε διεθνή ύδατα- ανατολικά αλλά και δυτικά του 25ου μεσημβρινού, δηλαδή εκεί όπου ακόμη και οι Τούρκοι αναγνωρίζουν ότι αποκλειστικά δικαιώματα για επιχειρήσεις SAR έχει η Ελλάδα. Ακόμη όμως και γι’ αυτή τη ζώνη δυτικά του 25ου μεσημβρινού οι Τούρκοι καταχρηστικά έδωσαν άδεια στο «Τσεσμέ» για τη διενέργεια υδρογραφικών ερευνών.
Ο γρίφος των διερευνητικών
Η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει στους Τούρκους τη διεξαγωγή του 62ου γύρου των διερευνητικών επαφών στην Αθήνα την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου. Η Αγκυρα, όμως, δεν έχει απαντήσει ακόμη. Μεταξύ άλλων, οι Τούρκοι επικαλούνται και το πρόβλημα της μετακίνησης της διπλωματικής τους ομάδας στην Ελλάδα λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της πανδημίας. Απευθείας πτήση Αγκυρα - Αθήνα δεν εκτελείται, άρα οι Σεντάτ Ονάλ, Τσαγατάι Ερτσίγες και Μπαρίς Καλκαβάν θα πρέπει να πετάξουν από την τουρκική πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, από εκεί να μετακινηθούν οδικώς στην Αλεξανδρούπολη και να φτάσουν στην Αθήνα με άλλη πτήση από την πρωτεύουσα του Εβρου. Ακόμη και αν κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει καλόπιστα ότι το πρόβλημα της μετακίνησης των Τούρκων διπλωματών δεν είναι προσχηματικό, με αυτή την αφορμή η Αγκυρα μοιάζει να παζαρεύει αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής για τις πτήσεις από την Τουρκία.
Ακόμη και ο χρόνος που ανακοινώθηκε ότι θα διαρκέσουν οι υδρογραφικές έρευνες του «Τσεσμέ», από τις 18 Φεβρουαρίου μέχρι τις 2 Μαρτίου, σχεδόν συμπίπτει με τις προτεινόμενες ημερομηνίες για τη διεξαγωγή του 62ου γύρου των διερευνητικών επαφών. Οι Τούρκοι γνωρίζουν καλά ότι η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη θα υποστεί έντονη κριτική, κυρίως από την αντιπολίτευση αλλά και από μερίδα βουλευτών της Ν.Δ., αν συμφωνήσει σε επανάληψη των διερευνητικών μόλις λίγα 24ωρα μετά την απόσυρση του «Τσεσμέ», και προφανώς αξιοποιούν κάθε ευκαιρία για να μειώσουν την αποδοχή των άτυπων επαφών στην ελληνική κοινή γνώμη.
Οι δηλώσεις του Ομέρ Τσελίκ, εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, μετά την πραγματοποίηση του φόρουμ «Φιλία» στην Αθήνα, δείχνουν ότι η Αγκυρα κατηγορεί την ελληνική πλευρά για προκλητικότητα, ακόμη και αν προσπαθεί να διευρύνει τη συνεργασία της με χώρες της περιοχής. «Αν το ελληνοκυπριακό δίδυμο τρέφει όνειρα να πάρει μαζί του όσες χώρες έχουν προβλήματα με την Τουρκία για να πραγματοποιήσουν τους μαξιμαλιστικούς τους στόχους, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι θα μετατρέψουμε σε εφιάλτη αυτό το όνειρο», προειδοποίησε απειλητικά ο κ. Τσελίκ, λες και η Ελλάδα είναι... επαρχία της Τουρκίας και θα πρέπει να παίρνει άδεια από την Αγκυρα προτού συνομολογήσει κάποια διεθνή συμφωνία. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ, ο οποίος απαίτησε από τους Ελληνες επίσημους να μην επισκέπτονται ελληνικά νησιά κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, αξίωσε δηλαδή να μην ασκεί η ελληνική πολιτική ηγεσία κυριαρχικά της δικαιώματα. Είναι μια εξόφθαλμη προσπάθεια της Αγκυρας να οδηγήσει την Αθήνα σε αυτοπεριορισμό και με την απειλή χρήσης βίας να προωθήσει κάποιου είδους φινλανδοποίηση της Ελλάδας, προειδοποιώντας ότι η ελληνική πλευρά δεν γνωρίζει τα όριά της και θα έπρεπε να αναθεωρήσει ακόμη και τις αποφάσεις να αποκτήσει οπλικά συστήματα για να ενισχύσουν την άμυνά της. «Τους ενοχλούν τα πάντα! Τους ενοχλούμε, διότι είναι ο τρόπος που μας βλέπουν. Θεωρούν την Ελλάδα μια μικρή χώρα που τους ενοχλεί», εξηγεί κυβερνητικός παράγοντας.
Μετά το τέλος του 61ου γύρου των διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη, όπως πληροφορείται το «ΘΕΜΑ», οι Τούρκοι ζήτησαν πιεστικά από την ελληνική αποστολή των πρέσβεων Παύλου Αποστολίδη, Αλέξανδρου Κουγιού και από τη διπλωμάτη Ιφιγένεια Καναρά να συναινέσουν στην έκδοση κοινού ανακοινωθέντος για την ατζέντα των συζητήσεων και τη θεματολογία των άτυπων συνομιλιών. Η ελληνική ομάδα αρνήθηκε επιχειρηματολογώντας ότι ακριβώς επειδή πρόκειται για άτυπες, διερευνητικές επαφές και όχι επίσημες συνομιλίες δεν τηρούνται αμοιβαία συμφωνημένα πρακτικά, ούτε και μπορεί να εκδοθεί κοινή ανακοίνωση. Από την πρακτική της Αγκυρας, όμως, είναι προφανές ότι οι Τούρκοι «θέλουν να μετατρέψουν τις διερευνητικές επαφές σε απευθείας διαπραγμάτευση», όπως παρατηρεί ανώτατος διπλωματικός αξιωματούχος.
Στο ερώτημα τι μπορεί να συμβεί στην επόμενη συνάντηση της ελληνικής και τουρκικής διπλωματικής αποστολής, κυβερνητικό στέλεχος είναι εξαιρετικά φειδωλό και απαντά σιβυλλικά: «Ξέρω μόνο τι θα πούμε εμείς: Οτι οι διερευνητικές πρέπει να συνεχίσουν από το σημείο που σταμάτησαν το 2016».
Θα μπορούσαν όμως οι Τούρκοι να επιβάλουν τη συζήτηση θεμάτων που όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται να συζητήσουν -έστω και άτυπα- όπως η αξίωση της Αγκυρας για αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου ή το καθεστώς της κυριαρχίας επί νησίδων, τις οποίες το τουρκικό καθεστώς αρνείται να αναγνωρίσει ως ανήκουσες στην ελληνική επικράτεια; «Στις συζητήσεις δεν μπορούν να μας επιβάλουν την ατζέντα, μόνο αν έχεις χάσει πόλεμο δέχεσαι την ατζέντα που θέτει μονομερώς ο νικητής», επισημαίνει διπλωματικό στέλεχος και διευκρινίζει ότι η Αθήνα προετοιμάζεται μόνο για άτυπη συζήτηση ώστε να διερευνηθεί η πιθανότητα συμβιβασμού στο ζήτημα του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Οπως ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τι επιδιώκει η τουρκική πλευρά στην εξελισσόμενη διαπραγμάτευση με την Ουάσινγκτον για τα ρωσικά αντιαεροπορικά S-400. Θα σκληρύνει η νέα αμερικανική κυβέρνηση τη στάση της απέναντι στην Αγκυρα και μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν; Ισως στην απόφαση για ένα γενικό εμπάργκο όπλων στην Τουρκία;
Στην περίπτωση αυτή, ποια θα μπορούσε να είναι η αντίδραση της Γερμανίας που αρνείται πεισματικά να μπλοκάρει την εξαγωγή όπλων, όπως τα περίφημα έξι υποβρύχια τύπου 214 που ναυπηγούνται για το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό, προς την Αγκυρα; Θα μπορούσε να μετακινηθεί το Βερολίνο, που μοιάζει να παρακολουθεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με απάθεια, δίνοντας επί της ουσίας χρόνο στο καθεστώς Ερντογάν να θέτει συνεχώς νέους όρους, να εκβιάζει και να διαπραγματεύεται επιδιώκοντας τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την Αγκυρα. Οι ισορροπίες είναι λεπτές και όσο περνά ο καιρός όλοι οι Την καυτή πατάτα της εξόδου του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Τσεσμέ» στο Κεντρικό Αιγαίο έχει να χειριστεί η ελληνική κυβέρνηση, την ώρα που η Αθήνα συνεχίζει να τείνει χείρα φιλίας προς την Αγκυρα δηλώνοντας ότι αναμένει από το καθεστώς Ερντογάν απαντήσεις επί των προτεινόμενων ημερομηνιών για την επανάληψη των διερευνητικών επαφών.