Του Νίκου Ανδρουλάκη*
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ήδη από την αρχή της πανδημίας τόνιζε πως, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο ιός απαιτείται παγκόσμια συνεργασία μεταξύ των κρατών. Η αλήθεια είναι ότι, αυτό άλλοτε επετεύχθη και άλλοτε πέρασε σε δεύτερη μοίρα έναντι των ειδικότερων προτεραιοτήτων κάθε κράτους. Σήμερα, με τους εμβολιασμούς να έχουν ξεκινήσει, δυστυχώς οι όποιες προσπάθειες φαίνεται να έχουν ατονήσει και να έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν ολοένα αυξανόμενο εθνικισμό.
Έναν εθνικισμό με διττή έκφανση, καθώς, κάποιες χώρες -όπως η Μ. Βρετανία ή οι ΗΠΑ- πασχίζουν για να εξασφαλίσουν το γρηγορότερο εμβολιασμό των πολιτών τους, ενώ κάποιες άλλες -όπως η Ρωσία ή η Κίνα- ενδιαφέρονται για να αυξήσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή μέσω των εξαγωγών εμβολίων σε άλλες περιοχές του κόσμου όπως είναι τα Δυτικά Βαλκάνια, η Λατινική Αμερική και η Αφρική. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ΗΠΑ και Μ. Βρετανία έχουν (η μία νομοθετικά και η δεύτερη πρακτικά) απαγορεύσει τις εξαγωγές εμβολίων από το έδαφός τους μέχρι να εμβολιαστούν όλοι οι πολίτες τους, η Ρωσία εξάγει εκατομμύρια δόσεις ενώ έχει εμβολιάσει μόλις το 3% του πληθυσμού της.
Ο ιδιότυπος αυτός ανταγωνισμός, έφερε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δυσχερή θέση. Προσπαθώντας να ισορροπήσει και στις δύο βάρκες, η Ένωση δέχεται κριτική -όχι πάντα δικαίως-, από όλα τα μέτωπα. Παρά τις μεγάλες και διαφοροποιημένες παραγγελίες εμβολίων που έκανε, οι καθυστερήσεις στις παραδόσεις από την Astra Zeneca (κοντά στο 1/3 από αυτά για τα οποία είχε δεσμευθεί) έχουν δημιουργήσει μία εικόνα ανικανότητας και αποτυχίας. Βασιζόμενη στο πνεύμα συνεργασίας, θεωρούσε εξασφαλισμένη την εξαγωγή εμβολίων από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Ευρώπη, κάτι που τελικά αποδείχθηκε λάθος, καθώς δεν προέβλεψε και δεν υπολόγισε σωστά τις πολιτικές συνέπειες που Brexit. Έτσι, αν και η Ένωση υπέγραψε πρώτη συμβόλαιο παραγγελίας με την Astra Zeneca, η συμφωνία μεταξύ της Βρετανικής κυβέρνησης με την Οξφόρδη ήδη από το ερευνητικό στάδιο των εμβολίων τον περασμένο Ιανουάριο με την οποία κατοχύρωνε την προτεραιότητα των Βρετανών στις δόσεις που θα παραχθούν, τελικά υπερίσχυσε, με αποτέλεσμα η εταιρεία να μη μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Από την άλλη, στην αντίστοιχη περίπτωση της Γερμανίας η οποία χρηματοδότησε την έρευνα της Biontech, δεν υπήρξε ανάλογη ρήτρα προτεραιοποίησης των ευρωπαίων πολιτών, με αποτέλεσμα πάνω από 9 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων Pfizer-BioNTech να έχουν ήδη εξαχθεί από την Ευρώπη προς την Αγγλία.
Θεωρώντας ότι μπορούσε να εμπιστευθεί τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο «καλή τη πίστη» και βασιζόμενη στους όρους της ελεύθερης αγοράς, απάλειψε αυτές τις αναγκαίες τελικά ρήτρες προτεραιοποίησης από τις συμφωνίες. Παράλληλα δεν ήταν ιδιαίτερα πιεστική προς τις εταιρείες για να δεσμευθούν νομικά από την αρχή σε ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα παραδόσεων. Το γεγονός αυτό, είναι το αποτέλεσμα της ελλιπούς στρατηγικής από πλευράς της Επιτροπής και η ευθύνη βαραίνει προσωπικά την ίδια Πρόεδρο.
Επίσης στην ευρύτερη περιοχή μας βλέπουμε χώρες όπως η Σερβία να βασίζουν το εμβολιαστικό τους πρόγραμμα στη Ρωσία και την Κίνα. Το ίδιο συμβαίνει όμως, και με περιοχές όπως η Λατινική Αμερική και η Αφρική, όπου οι δύο αυτές χώρες καταφέρνουν να ενισχύσουν την επιρροή τους μέσω της προμήθειας εμβολίων. Έτσι, αν και μαζί με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη αποτελεί το μεγαλύτερο δωρητή του COVAX, την πρωτοβουλία δηλαδή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την παροχή εμβολίων στις 92 πιο φτωχές χώρες του κόσμου, φαίνεται να χάνει τις εντυπώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το σημείο οφείλω να υπογραμμίσω ότι τα όσα συμβαίνουν με τα εμβόλια σε παγκόσμιο επίπεδο, δείχνουν την μεγάλη ανάγκη να επαναεπινοήσουμε και να ενισχύσουμε τους διεθνείς οργανισμούς που σε ακραίες συνθήκες είναι το καταφύγιο των πιο αδύναμων λαών
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα θετικά. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε κοινές παραγγελίες, είναι μία πολύ σημαντική απόφαση αλληλεγγύης. Χωρίς την Ευρωπαϊκή κάλυψη, οι λιγότερο ισχυρές χώρες θα είχαν πρόβλημα εξασφάλισης των απαραίτητων δόσεων και ο στόχος για τον εμβολιασμό του 70% του πληθυσμού μέχρι τέλος του καλοκαιριού, θα ήταν ένα όνειρο θερινής νυκτός. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει παραλάβει επαρκείς δόσεις για να εμβολιάσει 260 εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες, δηλαδή περίπου το 70% του ενήλικου πληθυσμού της. Επαφίεται, λοιπόν, στα Κράτη Μέλη να έχουν κάνει τη σωστή προετοιμασία και σχεδιασμό ώστε να εκμεταλλευθούν στο έπακρον τις αυξημένες παραδόσεις που αναμένονται τις επόμενες εβδομάδες και να εμβολιάσουν το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών τους.
*Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο iefimerida.gr
(Δελτίο Τύπου)