Την ανάγκη πραγματοποίησης «ενός σοβαρού δημόσιου διαλόγου» για «τις προϋποθέσεις μιας κάποιου τύπου υποχρεωτικότητας για τον εμβολιασμό έναντι της covid-19» επισημαίνει ο Ανδρέας Ξανθός.
«Η ιδέα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, για κάποιες τουλάχιστον κατηγορίες εργαζομένων ή επαγγελματιών που έχουν κρίσιμους ρόλους στη φροντίδα ασθενών ή ευπαθών ομάδων, έχει τεθεί πλέον ανοικτά από την κυβέρνηση», η οποία ωστόσο προχώρησε στο βήμα αυτό «χωρίς επιστημονική και κοινωνική διαβούλευση και χωρίς δεδομένα που να πιστοποιούν την αναγκαιότητα» αναφέρει ο τομεάρχης Υγείας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία Ανδρέας Ξανθός, με αφορμή τη σχετική απόφαση που ελήφθη για το προσωπικό των ΕΜΑΚ.
Η συζήτηση αυτή, «πρέπει να γίνει με συντεταγμένο τρόπο και στη χώρα μας», κατά τον πρώην υπουργό. Με δεδομένο, όμως, πως «η Δημόσια Υγεία είναι το μείζον αγαθό που οφείλουμε συλλογικά να διαφυλάξουμε και, κυρίως, στο βαθμό που ο εμβολιασμός τεκμηριώνεται πλέον ότι μειώνει σημαντικά τη μεταδοτικότητα του ιού, η θέσπιση ασφαλιστικών δικλείδων για την καθολική εμβολιαστική κάλυψη των υγειονομικών είναι εύλογη και αναλογική του εκτιμώμενου κινδύνου», συμπληρώνει.
Αναλυτικά η σχετική δήλωση του κ. Ξανθού:
«Παρά τις συνωμοσιολογικές ή ακόμα και επιστημονικοφανείς αμφισβητήσεις της αξίας των εμβολιασμών, το εγχείρημα του μαζικού εμβολιασμού προχωρά, η πλειοψηφία των πολιτών σε όλο τον κόσμο αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η κρίσιμη παρέμβαση πρωτογενούς πρόληψης και προστασίας της Δημόσιας Υγείας από τον SARS-CoV-2, και ότι το στοίχημα είναι η έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση όλων των ανθρώπων στα νέα εμβόλια.
Πέρα όμως από τα σοβαρά προβλήματα μειωμένης διαθεσιμότητας εμβολίων, κυρίως λόγω της προστασίας της "πατέντας" και των κερδών των κατασκευαστριών εταιρειών, παρατηρείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το φαινόμενο της δυσπιστίας και της απροθυμίας μερίδας της κοινωνίας να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα το ποσοστό εμβολιασμού στις ηλικίες άνω των 60 ετών δεν υπερβαίνει το 60%, στους άνω των 80 ετών είναι στο 63% και, δυστυχώς, υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα επαγγελματιών υγείας που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Και φυσικά δεν υπάρχει εικόνα για το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης των ευπαθών ομάδων και των ασθενών με σοβαρά νοσήματα.
Αυτά τα ποιοτικά στοιχεία της εμβολιαστικής εκστρατείας, αναδεικνύουν όχι προφανώς ένα success story για την κυβέρνηση, αλλά πολιτικές ευθύνες για το έλλειμμα συστηματικής και έγκυρης ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και τεκμηριωμένων απαντήσεων στα συνήθη ερωτήματα και αμφιβολίες των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση όμως αναδεικνύουν και την ανάγκη ενός σοβαρού δημόσιου διαλόγου για το πώς πρέπει η Πολιτεία να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα και για τις προϋποθέσεις μιας κάποιου τύπου υποχρεωτικότητας για τον εμβολιασμό έναντι της covid-19 .
Η ιδέα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, για κάποιες τουλάχιστον κατηγορίες εργαζομένων ή επαγγελματιών που έχουν κρίσιμους ρόλους στη φροντίδα ασθενών ή ευπαθών ομάδων, έχει τεθεί πλέον ανοικτά από την κυβέρνηση. Προχωρώντας όμως, ως συνήθως, χωρίς επιστημονική και κοινωνική διαβούλευση και χωρίς δεδομένα που να πιστοποιούν την αναγκαιότητα (π.χ. για το προσωπικό της ΕΜΑΚ).
Η συζήτηση αυτή πάντως, παρότι εμπεριέχει τον κίνδυνο υποχώρησης εργασιακών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, πρέπει να γίνει με συντεταγμένο τρόπο και στη χώρα μας. Προφανώς υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα πειθούς και σίγουρα δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια άρσης επιφυλάξεων και συναίνεσης των πολιτών. Αν όμως η Δημόσια Υγεία είναι το μείζον αγαθό που οφείλουμε συλλογικά να διαφυλάξουμε και, κυρίως, στο βαθμό που ο εμβολιασμός τεκμηριώνεται πλέον ότι μειώνει σημαντικά τη μεταδοτικότητα του ιού, η θέσπιση ασφαλιστικών δικλείδων για την καθολική εμβολιαστική κάλυψη των υγειονομικών είναι εύλογη και αναλογική του εκτιμώμενου κινδύνου.
Πάντα με σεβασμό στους κανόνες Δικαίου και στις σύγχρονες βιοηθικές προσεγγίσεις. Αλλά με προτεραιότητα στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και στο καθολικό δικαίωμα στην Υγεία».
Πηγή: iEidiseis.gr